Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2007

Η ΑΥΡΙΟ [ Ξανά....]


Ψάχνοντας για πατρίδα , εγώ ο πρόσφυγας-ο δυο φορές- μια τ’ ουρανού και μια του Ελλησπόντου, κατοίκησα τη γλώσσα.
Στη γεωγραφία της βρήκα τις χαμένες πατρίδες , πατέρα και μάνα, σύμφωνα και φωνήεντα, φωνές και σιωπές , χτίσματα, ερείπια, νέες επαύλεις, θανάτους κι έρωτες.
Στους ρυθμικούς της αριθμούς κοιμήθηκα και στις ενοράσεις της αύριο άλογα όντα λόγον ενεδύοντο.
Ο Ωκεανός αυτός ήταν το νησί μου.
Εκεί περπατούσα τα μεσημέρια και στις οικειοθελείς αγρυπνίες μου ιδεογράμματα άναβα για ζέσταμα.
Έβλεπα τους ήχους των λέξεων, σχήματα, πυραμίδες και δωδεκάεδρα, πλευρές πολύχρωμες , με ευωδιές νυχτολούλουδων της βροχής.
Πατρίδα : τα λόγια που κρυφτήκανε, για να βγουν τα άλλα, τα επικά της φθοράς , μηρυκασμοί ανδρών δίχως ρίζες, με όρχεις άνευ σπέρματος, σπορείς δεινών μόνον, άνδρες με τ’ αχαμνά τους ρυτιδωμένα από την έλλειψη κόλπου θερμού, που πιάσανε και παίζανε μια με τα λόγια μια με το πουλί τους, με τα χώματα αυτά και να το’97, το ’22, το’ 36, το ’46, το ’67 , η εικοστή Ιουλίου του χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα.
Άντρες αναιδείς, του πεπρωμένου κλέφτες.
Και οι άλλοι, όλοι οι άλλοι, που φτιάχνανε πατρίδες εδώ και έναν αιώνα και κάψανε τη χαρά στις μάνες και στις αδελφές.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς;
Κανείς να μην πιστεύει πια κανέναν!
Να τους κοιτάτε στα μάτια.
Νεογέννητα κοιτάχτε τους γονείς σας στα μάτια .
Έφηβοι , βαθειά μέσα εκεί τους δασκάλους σας.
Μη δίνετε τίποτα σε κανέναν.
Δείτε αν κατοικεί κάπου, αν έχει σπίτι, αν έχει γλώσσα, καρίνα και έρμα το σκαρί του.
Πετσοκόφτε τους.
Αλλάξτε τους δέρμα.
Κανέναν να μην εμπιστευθείτε.
Κανέναν μεγάλο.
Αφανήστε τους.
Κοιτάξτε αλλού.
Φτιάξτε γλώσσα.
Κατακτήστε την.
Μοίρα δεν υπάρχει όταν σκοτώνεις το φόβο.
Περπατήστε την πλήξη σας, την απόγνωσή σας, την απελπισία σας.
Σωπάστε και αφήστε τους να πνιγούν με το ίδιο τους πηχτό αίμα.
Μη τους τροφοδοτείτε άλλο.
Ούτε καν με το θυμό σας.
Νεκρώστε τους.
Βρείτε πατρίδα.
Εκεί που η μνήμη τελειώνει και αύριο δεν υπάρχει.
Έξω από το χρόνο και μέσα στην οδύνη.

Επιστρέφω ξανά και ξανά στην κατοικία μου.
Γράφω ποιήματα.
Φυσάει βοριάς.
Δυναμώνει το πυρ.
Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι επιταγχύνεται η πυρπόληση των ιδεολογιών , αυτών των σεληνιακών κυρίων της σήψης;
Τελειώνουν οι τέχνες όπως τις ξέρατε.
Χάνονται είδη από καιρό νεκρωμένα, συλλαβές παγετώνων.
Αναδύονται κατά κύματα ωκεανοί γαλαξιών.
Νεογνά φωσφορίζοντα , νήπια ποιητές, από γονείς ποιητές , συγγράφουν σε έπη βαθυγάλαζα, με μια ματιά , με ένα νεύμα το πεπρωμένο μας.
Η ιστορία δεν ήτανε για μας.

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2007

ΤΟ ΔΩΡΟ

Το δώρο, αυτή η αρχαία συνήθεια χαράς και εξάρτησης.
Αυτή η υπενθύμηση ότι υπάρχεις.
Όπως και οι γιορτές .
Εφευρέσεις για συνάντηση ,για να διαλυθεί –δήθεν-το κοσμικό ρίγος της ερημιάς και της διάσπασης.
Ας φανταστούμε –για λίγο, πολύ λίγο- μια κοινωνία δίχως δώρα και χωρίς γιορτές.
Και τα δύο μοιάζουν σαν προσπάθεια συγκόλλησης αυτού που έχει προ πολλού σπάσει και σα μια προσπάθεια εναγώνιας επανάκτησης της χαμένης φροντίδας.
Το δώρο έχει πάντα την ανάγκη από το υποκείμενο της βεβαίωσης ότι υφίσταται, ότι ζει, ότι δεν λησμονήθηκε και ενέχει δόλο και από τις δύο πλευρές και από αυτόν που δωρίζει και από αυτόν που το δέχεται.
Υποκρύπτει επίσης την έννοια της ανταπόδοσης.
Δοκιμάστε να μην κάνετε δώρο σε κάποιον που σας έκανε!
Ή να μην πάτε σε κάποια γιορτή και να μην πάρετε κανένα τηλέφωνο και να μην εφεύρετε καμιά δικαιολογία!
Είναι ένα στοιχείο της παιδικής και εφηβικής ιστορίας της ανθρωπότητας.
Δεν θα είναι αναγκαίο στις επερχόμενες συνειδήσεις.
Σ’ αυτό τον εντόνως μεταβατικό πολιτισμό το δώρο και οι γιορτές –πάνε ως επί τω πλείστον μαζί-θα ‘εξαγριωθούν’, θα γίνονται όλο και πιο επιθετικές οι τάσεις , όλο και πιο πολύ η αγωνία να επεκταθούν κι άλλο , να ‘δωρίζονται’ αντικείμενα και ώρες , για επιπλέον σαγήνη του φόβου του θανάτου, του φόβου του μέλλοντος, του φόβου της επικείμενης αποτυχίας ή και ολικής καταστροφής.
Δώρα, δώρα, δώρα, γιορτές , γιορτές , γιορτές και εφευρέσεις νέων εορτών που η πρόσθεσή τους θα οδηγεί στο μηδέν της συνάφειας, της επαφής και της επικοινωνίας.
Τα δώρα και οι γιορτές μέχρι τούδε δεν ήταν τίποτε άλλο από τείχη και αμυντικοί μηχανισμοί που μέσω της επίπλαστης‘χαράς’, όρα:διασκέδασης , λειτούργησαν ως φορείς απομάκρυνσης από τη βαθύτερη και ουσιαστική επικοινωνία- εκεί ακριβώς που διατείνοντο για το αντίθετο.
Η οριστική πλήξη του πληθυσμού είναι επί θύραις και ένας βασικότατος υπαίτιος είναι τα δώρα και οι γιορτές , καθότι το συλλογικό απόθεμα του ψεύδους και της αυταπάτης γι αυτά (δώρα και γιορτές) εξαντλείται.
Η επαναληπτικότητα δε των φαινομένων εδώ και αιώνες έχει κάνει τις πιο εκλεπτυσμένες συνειδήσεις , να έχουν εδώ και καιρό αμφισβητήσει κατ’ αρχάς τις δύο αυτές κορινθιακές κολώνες του απερχόμενου και απαρχαιομένου πολιτισμού και κατά δεύτερον λόγο να απέχουν διακριτικά από αυτές εφευρίσκοντας παράλληλα άλλους τρόπους σχέσης.
Το δώρο και οι γιορτές υπήρξαν πάντα και είναι ακόμη τα βασικά στηρίγματα των θρησκειών και της εξουσίας, είτε συλλογικής , είτε ατομικής.
Το τέλος του δώρου και των γιορτών ενέχει το σπέρμα της ελευθερίας και της ολοκλήρωσης του όντος και είναι μια εξόχως επαναστατική πράξη αυτή την συγκεκριμένη ιστορική στιγμή και απαιτεί από τον καθένα ισχυρή θεωρητική οικοσκευή και θαρραλέα πρακτική στάση.

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2007

Οι λέξεις δεν εφάπτονται στην ουσία.
(επανέρχομαι)
Τόσα χρόνια , τόσες έριδες.
Είναι: να σωπαίνεις- για λίγο έστω.
Να επανέρχεσαι μετά με ακρίβεια χιόνος.
Εναποθέτεις-πάντα με τρυφερότητα, τα λίγα λόγια.
Τίποτε δεν επιδιώκεις.
Τίποτα δε ζητείς.
Θα τα εύρουν .
Οι ξεκούραστοι.
Ενός μέλλοντος, όπου οι θεωρίες,
θα αναγιγνώσκονται στα συνεχώς υπό κατεδάφισιν μουσεία τους.

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2007

ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ,13/12/1943



Η ΜΑΜΗ

Το απέναντι σπίτι καιγότανε.
Έπρεπε να βγεί.
Η μαμή πήρε την κουτάλα.
Ακουστήκανε βήματα, άγριες φωνές ξένες, ουρλιαχτά, ένας πυροβολισμός.
Το τράβηξε.
Στο πρόσωπό του είχε μάσκα.
Τυχερό, είπε, τυχερό και το έκανε ένα κύκλο να το δουν κι οι άλλες, δυο –τρεις γυναίκες μαυροντυμένες με μαντήλες, που παραστεκότανε στη λεχώνα .
Μια τηρούσε το σώμα της, μια το παιδί , μια τις άλλες.
Το έβαλε μες το σκαφίδι.
Έκανε συσπάσεις, η μεμβράνη ζάρωνε , το αγρίευε.
Τσίριζε.
Θε μου τι άσκημο.
Δεν ήταν από το νερό , το είχε δοκιμάσει, χλιαρό , χλιαρό , ότι πρέπει, την έκανε χρόνια αυτή τη δουλειά, να δεις που θα σκιάχτηκε μες τη κοιλιά κιόλας, να δεις που φοβήθηκε κι απ’ το φόβο της μάνας, από βραδύς φαινότανε το κακό, δε θέλ’ πολύ να μακελέψ’ ο άνθρωπος, λύκος γίνεται κι αρπάζ’ όποιον βρεί μπροστά τ’.
Την αφαίρεσε με προσοχή, από κάτω προς τα πάνω, ήξερε , της το ’χαν μάθει οι δυο αδελφές οι μαμές απ’ το Πλανήτερο, όταν κοπελίτσα την παίρνανε μαζί στις γέννες.
Άμα το δεις να βγαίν’ με το δέρμα τ’ στο πρόσωπο , να μη σκιαχτείς, να το πάρ’ς και να του το βγάλ’ς από κάτ’ προς τα πάν’, την είχαν ορμηνέψει, γιατί ανάποδα θα το χαλάσεις.
Όμορφο, όμορφο , είπε με χαρά , βασιλοπούλα.
Η μάνα, πια , μ’ ανοιχτά τα πόδια, κουρασμένη από την προσπάθεια και τον πόνο, βαριανάσαινε.
Το μωρό σταμάτησε να κλαίει.
Το πήρε από το σκαφίδι και με αργές, τρυφερές κινήσεις το σκούπισε με μια πατσέτα λευκή με κάτι γράμματα Α. Ζ., στη μπορντούρα.
Το πήγε στο ντιβάνι δεξιά.
Άρχισε να το φασκιώνει, με κάτι πανιά.
Τάδεσε με μια παραμάνα.
Του φόρεσε κι ένα ροζ μάλλινο φανελάκι και μαλακά ακούμπησε το κεφαλάκι του στο κεντητό μαξιλάρι με τα τριαντάφυλλα.
Βάλτου κι αυτό , είπε μια θεια και με το δεξί της χέρι, χέρι σκληρό , απ’ τα πλυσίματα στη γούρνα κι απ’ τα σκαψίματα στα χωράφια, και της έδωσε ένα φυλαχτό με σταυρουδάκι.


Το πέρασε ψηλά πάνω από την καρδιά.
Σήκωσε το βλέμμα, το καντήλι στα εικονίσματα έκαιγε ακόμα, άπλωσε το χέρι της πήρε μια εικόνα, του Αγίου Στυλιανού ήτανε, προστάτης των νηπίων, την κράτησε ευλαβικά κάτω από τη μασχάλη της και πήγε προς το καφέ σκούρο σκρίνιο με το ραγισμένο καθρέφτη .
Πήρε το κοντύλι, που είχε αφήσει πάνω στο μάρμαρό του, γύρισε τον Άγιο και από πίσω έγραψε πάνω στο ξύλο: Καλάβρυτα 13Η Δεκεμβρίου 1943, με κάτι ωραία στρογγυλά γράμματα που τις τα ’χε μάθει εκείνος ο δάσκαλος στην πρώτη τάξη του δημοτικού, που επέμενε τόσο πολύ στην καλλιγραφία λες και δεν υπήρχε άλλο μάθημα.
‘Μια φορά μάλιστα-τι σου είναι ο άνθρωπος, πως μου ’ρθε τώρα;- είχα αποφασίσει μια ολόκληρη βδομάδα να αφιερωθώ μόνο σ’ αυτή.
Τα έχω ακόμα εκείνα τα τετράδια με τις διπλές γραμμές.’
Γύρισε στον καθρέφτη.
Το ράγισμά του περνούσε απ’ το δεξί της μάτι, το φως της λάμπας με το γυαλί της μαυρισμένο, έριχνε ένα γκρίζο αχνό χρώμα.
Ήτανε ιδρωμένη, τα μάγουλά της είχαν μπεί μέσα κάνοντας πιο βαθιές τις πλαινές ρυτίδες.
Το τσουλούφι της είχε ασπρίσει τον τελευταίο χρόνο και τα μακριά της στιλπνά κορακίσια μαλλιά, άρχιζαν σιγά-σιγά να χάνουν τη λάμψη τους. ‘Τι περιμέν’ς’, είπε μέσα από τα δόντια της κάνοντας μια γρήγορη κίνηση αποστροφής και γυρνώντας προς το κρεβάτι άφησε την εικόνα δίπλα στο μωρό.
Φίλησε μια το εικόνισμα και μια εκείνο.

Πήγε προς το παραθύρι.
Άνοιξε το κουρτινάκι, δαντέλα ήτανε, η λεχώνα την είχε κάνει στις ώρες της εγκυμοσύνης, πρόσεξε, όπως τόστριβε, ότι κάτω αριστερά, ένας κόμπος από το νήμα είχε λυθεί.
Ξημέρωνε αργά.
Τη ματιά της την πήρε το φως.
Το σπίτι απέναντι είχε λαμπαδιάσει.
Οι Γερμανοί αγριεμένοι αρπάζανε τους άντρες, τους άντρες τους.
Έβαλε το χέρι στο μάγουλο, Παναγιά μου είπε και γύρισε στις άλλες. Τους παίρνουνε , τους παίρνουνε.
Τρέξανε όλες προς το παράθυρο, καρφώσανε τα πρόσωπά τους, τους γνώριζαν έναν –έναν.
Να κι ο δικός της και της αλληνής ο γιος κι ο πατέρας του μωρού.
Αρχίσανε να κλαίνε.
Βουβά.
Κάτσανε κάτω γύρω απ’ το μαγκάλι, στη φλοκάτη, μια κόκκινη παχιά που την είχε πλέξει η σχωρεμένη, της μάνας η μάνα.

Κοιταχτήκανε.
Μ’ εκείνο τον φόβο του φόβου στα μάτια.
Άρχισε η μια να σκίζει τη φούστα της, η άλλη να χτυπάει με τις γροθιές το στήθος της, να βγάζει τη μαντίλα και να την πετάει στα κάρβουνα.
Γύρισε, περιεργάστηκε το πάπλωμα, κόκκινο στιλπνό, βαρύ από το πολύ μπαμπάκι, το βλέμμα της συνάντησε το δικό της όπως ανασηκώνονταν για ν’ ακουμπήσει την πλάτη της στο τοίχο, βλέμμα τρομαγμένο, αλαφιασμένο.
Από προχτές είχε να τη δει έτσι, μ’ αυτό το βλέμμα, από τότε που την πιάσανε οι πόνοι.
Έξω από το σπίτι ακούγονταν οι φωνές οι ξένες, τα ποδοβολητά.
Η λάμπα τρεμόσβησε για λίγο.
Ανοιγοκλείσανε και των δύο τα τσίνορα, σα να συμφωνούσανε, σα να ξέρανε, σα να είχαν όλα τελειώσει ή ν’ αρχίζανε.

Το μωρό, πιο κει, ήσυχο, με τα μεγάλα του τα μάτια, θωρούσε ψηλά στο ταβάνι τα δοκάρια.

Σα να τα μέτραγε.

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2007

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ





Νάτη.
Αυτή είναι.
Εκεί.
Κρυμμένη πίσω από τα φορτηγά.
Με το βλέμμα, το βλέμμα του μεσονυχτίου.
Να πέφτει το φως.
Φως χλωμό.
Αρρωστημένο.
Να δείχνει τις σκιές.
Κάτι κουτιά.
Δυό τρία άδεια τελάρα.
Ένα φθαρμένο ελαστικό.
Το πρόσωπό της.
Αγριεμένο.
Απ’ τα χρόνια.
Απ’ τα χέρια που το άγγιξαν.
Που τα άφησε να το αγγίξουν.
Θάρθει;
Δε θάρθει;
Περνάει η ώρα.
Ας έρθει.
Όποιος νάναι.
Να ζεσταθεί λίγο.
Εκεί.
Εκεί στη ρόδα του μεγάλου Μερσεντές.
Στην πίσω ρόδα.
Να ανοίξει.
Να τον δεχτεί.
Να φωνάξει πάλι.
Να βρίσει.
Να της κλείσει με τα χέρια του το στόμα.
Να του δαγκώσει τα δάχτυλα.
Να ιδρώσει.
Να ζεσταθεί.
Να ζεσταθεί λίγο.
Γιατί τι να το κάνεις το σώμα;
Τι να το κάνεις το σώμα κρύο;
Παγωμένο;
Τι να το κάνεις το σώμα;
Το σώμα σου χωρίς τον άλλον;
Γιατί, τι, τι να σε κάνεις, όταν κάποιος δεν σε κοιτά;

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2007

ΔΟΚΙΜΙΟ





ΠΕΡΙ ΧΡΗΜΑΤΟΣ


0.Τό χρήμα είναι γέφυρα ανάμεσα στο πνεύμα και την ύλη.
00.Το χρήμα είναι υλοποιημένη ενέργεια.
000.Και για το χρήμα ισχύει το: E=M.C2(τετράγωνο),όπου Μ= χρήμα
0000.Η προσέγγιση του C στο τετράγωνο,από το σύνολο του νοός της ανθρωπότητας,
ισοδυναμεί με το τέλος της εξουσίας της εννοίας της υλιστικότητας, που αντανακλά στο
συναισθηματικό πεδίο του ανθρώπινου όντος και διατηρείται εκεί επί αιώνες.
00000.Η αυταπάτη της υλιστικότητας οδηγεί στην εγωκεντρική χρήση του χρήματος ,που
έχει σαν επακόλουθο αποτέλεσμα την ταύτισή του με την έννοια του ‘κακού’.
000001.Το ‘κακό’,είναι συνώνυμο της διάσπασης.
000002.Το ‘καλό’,υφίσταται εκεί που υπάρχει ηθελημένη τάση για ενότητα και σύνθεση.
000000.Η διαφυγή από το παρόν υλιστικό αδιέξοδο βρίσκεται στην εστίαση στα ουσιώδη
της ύπαρξης και στην αίσθηση ότι: ‘ότι τα χέρια κρατούν σφιχτά,μέλλει να χαθεί’.
0000000.Η αποδέσμευση από την αυταπάτη της υλιστικότητας, οδηγεί στην ελευθερία και
στη συναισθηματική και σωματική υγεία.
1.Κάθομαι και γράφω.
1.1 Για ένα καθ’ όλα ψυχρό θέμα : το χρήμα.
1.1.1 Μου έρχονται στο νου αμέσως οι εξής εικόνες: ένα σώμα νεκρό, η ροή ενός ποταμού, και το ωραίον πρόσωπο του θεού των ποταμών Ώλγανου.
1.2 Όποιος έχει φιλήσει νεκρό το ξέρει. Δεν υπάρχει πιο ψυχρό στοιχείο επί της γής.Το μάρμαρο είναι θερμαντικό υλικό μπροστά του.
1.3 Το ίδιο συμβαίνει και με το χρήμα, όταν ‘παγώνει’,όταν κατακρατείται, όταν δεν διανέμεται.
1.3.1 Κρυώνει η ψυχή,θλίβεται.
1.3.2 Η απόλαυση, η χάρις και η χαρά χάνονται.
1.3.3 Μια Αφρική, μια Νότιος Αμερική, μια Ασία πεθαίνουν.
1.4 Είναι τυχαίο που η υλοποιημένη αυτή ενέργεια κατακρατείται στο κατ΄εξοχήν παγωμένο βόρειο ημισφαίριο του πλανήτη;
1.5 στο 1.1.1 Ο ωραίος θεός δακρύζει.Το φράγμα δεν επιτρέπει τη ροή και τη διανομή των πόρων,όπου υπάρχει η ανάγκη.
1.6 Ο φόβος κυριαρχεί, η ανασφάλεια στους κατέχοντες, το δύστροπον του χαρακτήρος και η απολυταρχία.
2. Το θέμα του χρήματος δεν έχει να κάνει με πρόσωπα.
2.1 Έχει να κάνει με έννοια.
2.2 Την έννοια του υλισμού.
2.2.1 Η έννοια του υλισμού είναι συνώνυμη της μόλυνσης.
2.3 Έχει άμεση σχέση με τον κατακερματισμό,τη διάσπαση και τη διατηρησή της.
2.4 Με τη συνειδητή παρεμπόδιση της ενότητας.
2.4.1 Με τη διατήρηση του πιο εγωκεντρικού στοιχείου στην ανθρώπινη ατομικότητα.
2.4.2 Με τη τσιγκουνιά ή την ασωτεία, τόσο στο υλικό όσο και στο συναισθηματικό πεδίο.
2.4.3 Με την παντελή έλλειψη γενναιοδωρίας, τόσο στον εαυτό όσο και στους άλλους.
2.5 Ένα παιχνίδι αυτοκαταστροφής, που ηδονικά θέλει να τους πάρει όλους μαζί του.
2.5.1 Η βασική εντροπία του ανθρώπινου συστήματος.
2.6 Η απομονωμένη κατάσταση ,που δεν επιθυμεί να έρθει σε ουσιαστική επαφή με κανέναν και με τίποτα και που αυταρχικά διατηρεί το οχυρό της, εποπτεύοντας αυτάρεσκα
από ψηλά τους υπηκόους , που εκλιπαρούν για λίγη κατανόηση.
3. Η ανεργία είναι η βασική δύναμη κρούσης της εννοίας του υλισμού και της ιδεολογίας
του χρήματος που τον στηρίζει.



3.1 Η επιβεβλημένη μη διοχέτευση της ενέργειας τόσων δισεκατομυρίων και ιδιαίτερα νέων ανθρώπων σε έργο και η στέρηση να δουν το μόχθο τους να ‘δικαιώνεται’, έστω
και κατ΄αρχάς με ένα εισόδημα, ισοδυναμεί με έγκλημα-ηθελημένο- κατά της ανθρωπότητας.
3.2 Καμμιά οικονομική θεωρία ή ‘διευθέτηση’,απ’ όπου κι αν προέρχεται,δεν θα μπορέσει
σε λίγο καιρό να συγκρατήσει την ογκούμενη οργή των δισεκατομυρίων μεγατόνων εγκλω
βισμένης συλλογικής ενέργειας των ανέργων του κόσμου να εκραγεί.
4. Η εξέγερση είναι κατ΄αρχάς εσωτερική.
4.1 Τα ψυχικά αποθέματα των ανθρώπων έχουν εξαντληθεί.
4.1.2Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη.
5.Ο καπιταλισμός δε θα πέσει για κανένα άλλο λόγο.
5.1 Παρά από την εμμονή μιας πολύ συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων να συσωρεύουν και να κατακρατούν το χρήμα με ιδιαίτερα υπεροπτικούς, ευφυείς και συγκεκριμένους τρόπους και η μέχρι θανάτου άρνησή τους να το διανείμουν στους συνανθρώπους τους.
6. Η χρήση που γίνεται στο χρήμα είναι η βασική αρχή της ασθένειας του πλανήτη.
6.1 Ο πλανήτης νοσεί βαρειά , λόγω της μη ορθής διανομής της ενέργειας του χρήματος.
7. Το επόμενο οικονομικό σύστημα θα βασίζεται στην ορθή και σοφή διανομή του χρήματος.
8. Η πλειονότητα των ανθρωπίνων όντων έχει κουρασθεί από την αυταπάτη του υλισμού.
9. Το χάος και η έλλειψη σκοπού που δημιουργούνται απο΄το φόβο και την ανάγκη δεν
έλκουν ποτέ την ενέργεια του χρήματος.
9.1 Η αίσθηση επίσης των εργαζομένων ότι οι ίδιοι δεν είναι δημιουργοί, αλλά ότι κάνουν
κάτι για κάποιον άλλον, κατευθύνει την ενέργεια του χρήματος προς το κεντρικό πρόσωπο
μιας εταιρίας ή προς την ηγετική της ομάδα.
10. Στη βάση αυτών των δύο μεγάλων ομάδων- εργοδοτών και εργαζομένων- και σε σχέση πάντα με το χρήμα ,βρίσκεται ο φόβος του θανάτου, με τελείως όμως διαφορετική
οπτική για την κάθε μια.
10.1 Οι μεν εργοδότες από τη μια –σε συλλογικό επίπεδο και ασυνείδητα- ελπίζουν ότι
η θερμαντική δύναμη που προσφέρει η συσώρευση χρήματος, θα τους μειώσει την
ανασφάλεια και το φόβο και ότι θα ζεστάνει την απόγνωσή τους από την κατ’ επιλογήν
και μετ’ επιμελείας απόκρυψη από τους ίδιους τους εαυτούς τους ότι είναι θνητοί.
10.2 Από την άλλη, οι εργαζόμενοι δεν εξεγείρονται γιατί υπάρχει στη συλλογική μνήμη
αυτής της ομάδας,ο φόβος του θανάτου και της σωματικής βίας που προέρχεται στην από και ανά τους αιώνες επαναστατική τους δράση , που κατέλειξε σε αιματοχυσία.
11 Η όλη αναδιανομή και ορθή διαχείρηση του χρήματος-πέραν των εγγυοβελτιωτικών
έργων ,που μπορούν να γίνουν μέχρι τότε- περνά μέσα από την ατομική και συλλογική
προσπάθεια της ανθρωπότητας να κατανοήσει το φαινόμενο του θανάτου.
12 Η αλαζονική,εγωκεντρική και παιδικής μεγαλομανίας στάση για μια επί της γης αθανασία-της οποίας η κατακράτηση και το ‘πάγωμα’ του χρήματος είναι η μεγάλη αυταπάτη- και η μη αποδοχή της θνητότητάς μας ως σώματα ,έχει οδηγήσει την ανθρωπότητα στην μέχρι τώρα μειωμένη βίωση της ζωής σ’ αυτόν τον πλανήτη.
13. Με την εξάλλειψη του φόβου του θανάτου,η φυλή των ανθρώπων θα ενωθεί και το
χρήμα-με τη νέα του μορφή- θα είναι το μέσον και όχι σκοπός, για την επίγεια παραμονή
των όντων επί της γής.
14.Για την επίτευξη όλων αυτών ,οφείλει κανείς να καταπιαστεί συνειδητά,οργανωμένα και μεθοδολογικά-πέραν των άλλων του δραστηριότητων- με το θέμα του θανάτου.
15. Γι αυτό και σ’ αυτό ,οφείλει να είναι γενναιόδωρος ως προς το χρόνο και να μη φείδεται χρημάτων.

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2007

' ΤΟ ΦΩΣ ΟΛΟΕΝΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ '



Η αχτίνα συμμαχεί με τη θλίψη
Των συγγενών της πομπής.

Κοιτάς τα πρόσωπα.
Σώσον λες
Με κύματα
Σώσον την τωρινή τους σκέψη
Να μην πορευθούν και πάλι στα κοινά.

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2007

Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΕΥΘΥΔΙΚΟΥ


Η «Κόρη του Ευθυδίκου», γύρω στα 490 π.Χ.
Αντίθετα από τις προηγούμενες Κόρες με το αρχαϊκό μειδίαμα η Κόρη αυτή είναι δύσθυμη. Το πλάσιμο του προσώπου είναι πιο αυστηρό και η σάρκα πιο μεστή. Όλα μαρτυρούν μια νέα στάση απέναντι στη ζωή και στην τέχνη, που ετοιμάζει τις δημιουργίες του αυστηρού ρυθμού.

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2007

ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΑ



Ποτέ δεν είσαι ίδιος.
Αλλάζεις σε κάθε εποχή.
Άγριος είναι ο καθείς μαζί σου.
Δεν καταφάσκει στο απέριττο.
Τρίβεται η μορφή ωραία.
Ωραία μορφή.
Χορός σωμάτων που αγγιχτήκανε.
Γυμνά.

Παιδικό αμαξάκι παιχνίδι στην άκρη. -Φεύγω.
Μη μου δίνεις αυτό το αγριοπερίστερο, ούτε φρούτα του μαγιού.
Όχι τέτοια δώρα , τέτοια ώρα.

Πετάει η ψυχή, η ψυχή μου.

Στεφάνι θάθελα στη γιορτή των Χοών.
Τριώ χρονώ μόνον και μόλις.
Πως πέθανα χωρίς γλώσσα;
Δίχως;
Εγώ , που όλον τον βίον ήθελα να διαπλεύσω, εγώ, πως;
Πως;
Αβάσταχτον. Το. Ανείποτον. Τραύμα. Είναι.

Στα Ανθεστήρια τ’ ουρανού, με τα τρίχρονα όλα , τ’ αδελφάκια μου, το ένα απ’ τον Ακράγαντα , το άλλο από την Φώκαια, το πιο μικρό απ΄ την Κυρήνη, συλλαβίζαμε λέξεις όπως: έλαφος, άρκτος, όρασις.
Με σκοπό, με έναν και μοναδικό σκοπό.
Την επαναφορά μας.
Την ολική μας επαναφορά.
Εν χορώ, καθ΄ομάδας, στεφανομένα με τον πλακούντα των λέξεων, αυτών που δεν προλάβαμε, να κατοικήσουμε αυτή τη γλώσσα.
Να μας θυμηθεί .
Εγείρομαι .
Ήλθα.

Είπε δε μειδήσας¨
‘ Έξεις πάλι το γλυκύ τραύμα’.

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2007

ΡΟΔΟΝ ΤΟ ΑΜΑΡΑΝΤΟΝ



Από εδώ πέρασε ο Φροίξος,
από δω οι Αργοναύτες
και οι άλλοι για την Τροία.
Προς τα δω ήρταμε κι εμείς,
με καίκια κι εικονίσματα
γιατί πατρίδα δεν είχαμε πια.
Και πιάσαμε το βούτημα
και τα σφουγγάρια.
Σα νάπρεπε, εμείς,
να πληρώσουμε το παλιό χρέος
του οπλίτη στον Γολγοθά.
Από δω σαλπέρνουμε
σιγά-σιγά
και ένας-ένας
για τα τσαμάκια.
Και κάθε φορά
ρωτάω τη μάνα μου
ποιός έφυε
και μια μου λέει
ο Μηνάς,
την άλλη ο Πλεμάτιας,
ο Παπαδών'ς, ο Τάληρας,
ο Νικομπέμπης,
η θειά η Ζωίτσα...

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2007

ΚΟΥΤΑΛΙΣ,Παλια και Νεα, 0-1922-2007-...


Κοιτάζω μια φωτογραφία που έχει παρθεί από δορυφόρο.Δείχνει τα στενά του Ελλησπόντου.Από ψηλά φαίνεται η χερσόνησος της Κυζίκου , τα νησιά Αλώνη , Αφσιά,Μαρμαρά, η Κούταλις, η χερσόνησος της Καλλίπολης, η περιοχή της Τροίας, η Ίμβρος, η Τένεδος, η Σαμοθράκη, η Λήμνος.
Σκέφτομαι , νοιώθω το ταξίδι, πάντα ναυτικοί , ταξιδευτές οι Κουταλιανοί, πήρανε ότι μπορούσανε το ’22 και ήρθανε στη Λήμνο.Πιο κοντά δε γινότανε.Τους προτείνανε τότε και άλλες περιοχές όπως στο Καβούρι και στη Χαλκιδική και οι δημογέροντες τις αρνήθηκαν. Με τα καίκια τους ήρθανε.Οι αυλές και οι πεζούλες πρέπει να σκουπιστήκανε τη τελευταία στιγμή, να τραβηχτήκανε τα κουρτινάκια να μη μπει την επαύριο ο μεσημεριανός ήλιος, θα μπήκανε με τους μπόγους στα καίκια ,θα περάσανε κοντά απ’ τον κάβο , θα ρίξανε το τελευταίο βλέμμα και θα μπήκανε στον Ελλήσποντο.
Θε να ‘ρθω πάλι να σε γδιώ
Και να σε πορπατίσω
Στον Άη Λια να πιω νερό
Τη στάμνα να γιομίσω
Φαντάζομαι αυτή την πομπή με τα καίκια –κι είχαν πολλά οι Κουταλιανοί- με τα πανιά ανοιγμένα και με τον ήχο των μηχανών –ίδιος με τον ήχο της καρδιάς τους- τον μόνο που τους απόμεινε , βουβά να περνάνε τα στενά,αυτή τη φορά όχι για να πάνε εμπορεύματα , αλλά για να πάνε. Που;

Έτσι έρχονται τα λόγια
Λόγια δειληνού
Νηπενθή
Όταν τελειώσουν
Οι θεωρίες
Οι άγριες σκέψεις
Θα κοιταχτούμε

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2007

ΒΟΥΤΗΧΤΑΔΕΣ



Μπορεί και να σου πάρει δέκα –είκοσι χρόνια, μια ζωή.
Όλες τις ζωές.
Δε θες,να μη θες να γράψεις γι αυτό που βλέπεις.
Δε θες να γράψεις.
Γι αυτό που ήσουνα , που όλη η γενιά , η αντρική ,αιώνες τώρα ήτανε.
Βουτηχτάδες.
Δηλαδή θλιμμένοι.
Δε σου άρεσε ποτέ η λέξη δύτης.
Πολύ εκλεπτυσμένη για τον πόνο.
Απέναντι η Σύρος.
Φυσάει μέρες τώρα, δε μπορείς να σταθείς.
Φτιάχνουνε το λιμάνι της Τήνου.
Κάνουν μια προέκταση στη βόρειο- δυτική του μεριά.
Ξέρεις ότι είναι λάθος επιλογή.
Ο γερανός δουλεύει, η μπίγα κουβαλάει τις πέτρες, θα μπορούσε νάσουνε εκεί δίπλα στο κλαπέ ,μες το νερό, να κοιτάς που θα πάει η λάσπη, να δίνεις οδηγίες,να φοβάσαι και να μη το δείχνεις,τώρα θα σπάσει το συρματόσκοινο, θα ρίξει καμμιά μεγάλη και που να την κουβαλάς, πως να την αλφαδειάσεις στα δέκα μέτρα βάθος κι αυτή η κουτάλα από πάνω σου περνάει δίπλα ,ξυστά με το νερό να τρέχει μαύρο απ’ τις δαγκάνες της κι αν ανοίξει ακριβώς εκεί , εκεί που είσαι εσύ , που δίνεις οδηγίες,αν κατά λάθος ή επίτηδες, μαλώσατε πριν μια βδομάδα με τον οδηγό του γερανού, αν αφήσει το μοχλό με τη μαύρη μπίλια , αν ξαφνικά το θυμηθεί κι αγριέψει και λασκάρει η παλάμη του, ξέρεις πως είναι αυτά, δε γίνονται στην ώρα τους , γι αυτό τάχεις καλά με όλους, γι αυτό δε μιλάς, κι αν κοπεί ο αέρας, κι αν , κι αν θυμηθείς όλους τους δικούς , όλους τους άντρες της γενιάς σου που πνιγήκανε, που τους ‘χτύπσε η μηχανή’ ή και που όχι, σαλοί να πορπατάνε στο χωριό και να κοιτούν τη θάλασσα ;
Πέρνω τη μηχανή.
Τραβάω το πλάνο με τη μπίγα , τα σπίτια, τα σπασμένα βράχια , τα κύματα.
Λέω , σκέφτομαι, αν ποτέ εκδοθεί αυτό ο διήγημα να βάλω δίπλα αυτή τη φωτογραφία.
Γιατί ,σκέφτομαι , λέω ,τι άλλο μπορεί να είναι ένα διήγημα παρά η πιστοποίηση, η διατήρηση της αλήθειας μέσα στη λεπτομέρεια.
Ή, και το άλλο.
Δε ξέρω, δε ξέρω πια, ποιο είναι πιο επικίνδυνο.
Το βούτημα ή το γράψιμο;

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2007

ΟΚΤΩ


Κάποτε ,πάνε πολλά χρόνια τώρα, ήταν μόνο η σιωπή,. Αυτό γινόταν με ένα φυσικό τρόπο, με μια τελείως ανεπιτήδευτη κατάσταση. Εκεί που καθόταν, εκεί ίσως που συζητούσε, εκεί , σταματούσε και κοίταγε τον συνομιλητή του κατ΄ευθείαν στα μάτια , χωρίς να λέει τίποτα. Ο απέναντι ένοιωθε μια αμηχανία, προσβολή ή και τον πιάνανε τα γέλια. Αυτό το σκηνικό μπορούσε να κρατήσει για ώρα. Το κεφάλι του παρέμενε ακίνητο και το βλέμμα του κοιτούσε εμπρός , ανέκφραστο όλο το πρόσωπο κάτι σα μάσκα που δεν καταλάβαινες ούτε πως ένοιωθε, ούτε τι του συνέβαινε. Ξαφνικά επανερχόταν και άρχιζε ξανά την πρότασή του από εκεί που την είχε αφήσει .Όλοι πια το ξέρανε και όλοι το είχανε αποδεχθεί. Μάλιστα πέρα από τις πρώτες μέρες που του κάνανε και πλάκα, αλλά που αυτός δεν καταλάβαινε και δεν θυμότανε τίποτα, μετά τον αφήνανε έτσι , συνεχίζανε τη κουβέντα και όταν επανερχότανε τον βάζανε κι αυτόν ξανά στη συζήτηση.
Όλη αυτή η ιστορία που φαινότανε ότι είναι κάτι το παθολογικό, στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά η φυσιολογική κατάσταση του Τάκη.
Αυτό το ‘κενό’ , αυτή η αφασική κατάσταση , που για όλους τους άλλους και κυρίως για τους φίλους του ήταν περίεργη, για τον ίδιον ήταν η πιο ενδιαφέρουσα στιγμή της μέρας του ή της εβδομάδας ή του μήνα. Γιατί δεν τον έπιανε ούτε με μια περιοδικότητα, ούτε μπορούσε να προγραμματισθεί το πότε θα του συμβεί.
Αυτό λοιπόν το γεγονός μπορούσε να κρατήσει από πέντε περίπου λεπτά έως μισή ώρα και η επαναφορά, από την ακινησία στην κίνηση, γινόταν με μια μικρή περιστροφή του κεφαλιού και από τη συνέχεια της πρότασης πριν να συμβεί το γεγονός. Αν για παράδειγμα κάποιος από την παρέα έλεγε τη λέξη ‘εντάξει’ και η στιγμή στον Τάκη συνέβαινε στο ‘εντ-‘, ξεκινούσε μετά ίδιος από το ‘-άξει’, με τα αναπόφευκτο γέλιο από τους άλλους. Το πιο σημαντικό όμως δεν ήταν όλη αυτή η κατάσταση, το πιο σημαντικό ήταν , πως μετά από αυτά τα περιστατικά ο Τάκης γινόταν χαρούμενος ,έλεγε αστεία και τον έπιανε μόλις γύριζε σπίτι του μια έντονη τάση για δημιουργία. Πήγαινε σπίτι και σαν υπνωτισμένος έγραφε , έγραφε με τις ώρες, χωρίς ούτε καν να σηκωθεί να πιεί ή να φάει κάτι .
Αυτά που έγραφε θα μπορούσαν να θεωρηθούν ασυνάρτητα, ότι δεν είχαν καμμιά σχέση με την πραγματικότητα. Δεν είχαν να κάνουν μόνον με μια ποιητική κατάσταση ή μια γενικότερη συγγραφική δεινότητα , αλλά υπήρχαν και μαθηματικοί τύποι , με τις σχετικές επεξηγήσεις και αναφορές σε υποσωματίδια αλλά και στην ύπαρξη νέων πλανητών , για τους οποίους μάλιστα έδινε και στοιχεία, σε ποια περιοχή του σύμπαντος βρισκότανε, για το μέγεθος τους , τη μάζα τους. Είχε προτείνει μάλιστα και τις συντεταγμένες ενός αρχαίου ναού, βυθισμένου στα τριάντα μέτρα , ανοιχτά από την Ικαρία.
Όταν πέθανε, γιατί πέθανε ξαφνικά, εγώ , ο πιο κοντινός του φίλος , πήρα μια επιστολή που είχε γραφεί από τον ίδιον και που με
εξουσιοδοτούσε να ανοίξω τον υπολογιστή του και να διαχειριστώ τα αρχεία του.
Αυτό και έκανα.
Σα σε συνέχειες σας παραθέτω μία, μία τις ιστορίες.
Είμαι πεπεισμένος πως ότι βρήκε είναι αληθινό .

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2007

Η ΘΡΑΥΣΗ ΤΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΑ



. 0


Η προβολή του σώματός μου,
αυτό που λέω: νυν και ερχόμενον
υπερίπταται όλων των κόσμων.
Συγχώνευση ήλιων αποστέλλει
ο ομφαλός μου στους πλανήτες.
Όγδοο χρώμα άρρητο περιφρουρεί
το υπάρχον έαρ.

Έλα, θνητέ δυνάστη,
εναντιώσου στο αθάνατο,
πυρπόλησε το πυρ και
εμβρόντητος αφανίσου
στο κενό της καρδιάς σου.

Έλα κι εσύ, σιωπηλέ εραστή,
άγγιξε, λάβε το νεύμα,
φίλησε τα δάχτυλα τώρα,
που η επαναφορά των ρόδων
και το μετείκασμα των αηδονιών
δεν ανέχονται άλλη υποταγή.

Και η προβολή των σωμάτων,
αυτό που λέω νυν και ερχόμενον
επαναστατεί και θραύει
τους ορίζοντες των πραγμάτων.
Σχηματίζει κρυστάλλους
και διέρχεται πλάσμα γέλωτος
το πεπρωμένο.
Συνάπτει φιλίες
και ερωτεύεται συζύγους.
Γεννά παιδιά
και νταντεύει αγγέλους.
Δονείται στα ερωτήματα των βράχων
και απαγγέλλει τις αναγγελίες των ανέμων.

Και την ίδια στιγμή
ουδέ είδωλον ουδέ καθρέπτης,
μέσα κι έξω ταλάντωση έρωτος,
φως στο φως,
πιο εκεί
εν χορώ
τα συμβάντα των κόσμων.


Η ΘΡΑΥΣΗ ΤΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΑ
Δοκίμιο

Διαισθάνομαι ή και προφητεύω.
Εξ’ ίσου επικίνδυνα και τα δύο.
Διαισθάνομαι ή και προφητεύω τη Νέα Γεθσημανή.
Στις σχέσεις αυτή τη φορά.
Διακινδυνεύω να θεωρηθώ τρελός, βέβηλος ή βλάξ.

Θα μιλήσω για τη σχέση.
Τη σχέση των ένσαρκων όντων επί της Γής.
Των ανθρωπίνων όντων.
Την δια του έρωτος σχέση.
Με την αρχαίαν ελληνικήν έννοια ο έρως.
Την δια της αγάπης σχέση.
Με την του Χριστού έννοια η αγάπη.

Μιλάω:
Για την ερωτική αγάπη ή
Για τον αγαπητικόν έρωτα.

Για την αγιότητα και το μόχθο της.

Ο `Ηφαιστος
Από πάντοτε έπαιρνε δασεία
Και η Χάρις- από πάντοτε- εδίδετο
Στους ταπεινούς που εμόχθησαν.



Το κάθε ανθρώπινο ον έχει καταγεγραμμένο εντός του ένα και μοναδικό
αντίγραφο του εαυτού του, πολωμένο ως προς αυτό το ίδιο.
Αναφέρομαι πολύ συγκεκριμένα στη γυναίκα και στον άντρα.
Κάθε ανθρώπινο ον, κατά τη διάρκεια του βίου του, ουσιαστικά αυτό ψάχνει.
Η συνάντησή του, η αναγνώρισή του ή και η επαφή μαζί του δεν είναι σίγουρη.
Παρά ταύτα στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας, υπάρχει η ανάγκη να πραγμα-
τοποιηθεί αυτή η συνεύρεση.
Όλοι οι λαοί όπου γής έχουν τον αντίστοιχο μύθο τους,με ιδιαίτερη έμφαση στην έννοια
του ανδρόγυνου και του ερμαφρόδιτου.
Η συνάντηση με το ον αυτό προϋποθέτει:ανάμνηση,νοσταλγία,επιθυμία να βρεθεί,
έλλειψη αμφιβολίας και μόχθο προσωπικό.
Προϋποθέτει προσωπική ,ενσυνείδητη εργασία, με αντικειμενικό σκοπό να ‘καθαρθεί’
ο καθείς, για να είναι-το κατά δύναμιν- έτοιμος/η για τη συνάντηση.
Η σκόνη που υπάρχει στον καθρέφτη της καρδιάς και του νου, οφείλει να μειωθεί για να
ανακλασθεί καθαρά το Πρόσωπο του άλλου.
Υπάρχει μέσα στη ψυχή του καθενός, ο μυστικός κωδικός για τον άλλον και η συνάντηση
είναι ένα ‘τυχαία προγραμματισμένο’ γεγονός από τις ψυχές και των δύο.
Η αφυπνισμένη συνείδηση, σε πλήρη εγρήγορση, αναζητά το άλλο της ‘μισό’ επί της γης.
Είναι ο βασικός στόχος και σκοπός.
Η ύπαρξη χωρίς αυτό είναι δίχως πατρίδα.
Περιπλανιέται και διάγει βίον τεθλιμένον και άνευ νοήματος.
Ότι και να κάνει νοιώθει στέρηση, ανέχεια.
Μα ότι και να κάνει τείνει προς αυτό: τη συνάντηση. Αυτή η συνάντηση είναι ένα κοσμοϊστορικό γεγονός για κάθε ύπαρξη.
Από αυτήν την αφετηρία αρχίζει, μέσα από την ερωτική αγαπητική ενσυνείδητη
συνάφεια, η ουσιαστική και συνεπής μεταμόρφωσή της προσωπικότητας του καθενός.
Αυτό που θέλησε η ύπαρξη,δηλαδή τη μεταμόρφωση της φύσης της, το επιτυγχάνει
όχι μέσα από το ‘ένα’ του εγώ ,αλλά από το ΄δύο’ της σχέσης.
Έχω την εντύπωση ότι μία πολύ κατάλληλη εποχή ,για να πραγματοποιηθεί το γεγονός της
συνάντησης-επιτέλους- είναι η σημερινή.
Πολλές ψυχές έχουν έλθει μ’ αυτή την απόφαση και είναι καλόν και φρόνιμον,
να είναι κανείς έτοιμος.
Η προεργασία του καθενός πριν τη συνάντηση θα συμβάλλει σημαντικά στο όλο εγχείρημα.
Η σχέση αυτή δεν είναι ‘ξεκούραστη’. Ίσα-ίσα είναι μια άκρως ‘επικίνδυνη’ σχέση.
Σου ζητάει να μεταμορφωθείς ολόκληρος.Η αλχημεία της είναι τρομακτική.
Αφορά σύντηξη πυρήνων.Αφορά την ένωση δύο υπάρξεων,που περιπλανήθηκαν μόνες στους
αιώνες, έχοντας πάντα την ελπίδα να ενωθούν.Οι σχέσεις,λοιπόν, αυτού του τύπου δεν είναι σχέσεις ενυπνίου, είναι σχέσεις κοινής αγρυπνίας και μόχθου.Σχέσεις συνεχούς εγρήγορσης
Η συνάντηση:
‘ τα πάντα οιακίζει κεραυνός’
Ηράκλειτος
Το ρίγος,το πρωτογενές και αρχαϊκό ρίγος, ως κεραυνός διαπερνά το είναι
όταν επιτευχθεί η συνάντηση.
Ο καθένας θυμάται. Αναγνωρίζει τον άλλον.
Την έκπληξη διαδέχεται η χαρά.
Τη χαρά η ευθύνη.
Την ευθύνη, ο μόχθος.
Ο συνειδητός μόχθος, ν’ αλλάξει κανείς και να εγκαταλείψει, οικοιοθελώς,
ότι τυχόν εμποδίζει την ένωση με τον εαυτό και με τον άλλον.
Το κίνητρο είναι μέγα και βάζει σε κίνηση το μέχρι τότε παγωμένο δυναμικό της ζωής τους.

Τα όντα όταν αναγνωρίσει το ένα το άλλο, νοιώθουν ως σύμμαχοι, συνεργάτες και μέσω
της ερωτικής αγάπης ή και του αγαπητικού έρωτος, από κοινού πλέον αντιλαμβάνονται
και βιώνουν τον κόσμο.Γνωρίζουν επίσης ότι το όλον έργο είναι κοπιώδες.
Αναγνωρίζουν την κοινή τους αποστολή και θυσιάζουν τα πάντα για την ελευθερία.
Η οικοιοθελής τους δέσμευση ως προς τον άλλον,είναι και η μέγιστή τους ελευθερία και η ουσια-
στική τους δύναμη για την πραγμάτωση του σκοπού τους.
Υπάρχουν κάποιες πολύ συγκεκριμένες ποιότητες μες τη συνείδηση που κινητοποιούν
και κινητοποιούνται από αυτού του τύπου τη σχέση.
Υπάρχει μια ενέργεια που αφορά τη γνώση που αποκτάται μέσω της σχέσης και που
σταδιακά μετουσιώνει κανείς την αγάπη που έχει για το εγώ του , σε αγάπη για τον άλλον.
Σ’ αυτό ή και παράλληλα ,μ’ αυτή τη διαδρομή αναγνωρίζονται τα ζεύγη των αντιθέτων
και γίνεται προσπάθεια συνειδητής ισορροπησής τους.Εδώ αρχίζει το ‘άνοιγμα’ του ενός προς
τον άλλον και γίνεται κατανοητό και από τους δύο ότι αν δεν μοιρασθούν αυτό που τους
συμβαίνει τόσο στον εσωτερικό τους κόσμο όσο και στον εξωτερικό η ένωση την οποία
ένοιωσαν κατά τη συνάντησή τους δεν έχει καμμία απολύτως ελπίδα να πραγματοποιηθεί.
Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας-της ισορρόπησης των αντιθέτων-και παράλληλα προς
αυτή αρχίζει το ενδιαφέρον ,αμυδρό στην αρχή,πιό έντονο μετά και οργανωμένο, για την υποκειμενική φύση του όντος και την αγάπη της εσωτερικής πραγματικότητας με μια εντατική προσπάθεια
‘εξαγνισμού’ της προσωπικότητας.
Το επόμενο στάδιο είναι ότι κανείς πια, συνειδητά εγκαταλείπει το εγώ του-με την αμέριστη βοήθεια
του υπόγειου ρεύματος της Ζωής- στον άλλον και για τον άλλον,που ουσιαστικά είναι αυτός ο ίδιος,
και προσφέρει χωρίς αντάλλαγμα,σ’αυτόν και στη σχέση ότι απεκόμισε από το ταξίδι.

Το ζεύγος πλέον είναι έτοιμο για δημιουργικό –συγκεκριμένο-έργο, προς όφελος της ανθρωπότητας.

Σ’ αυτό το σημείο πολλά ζευγάρια μπορεί να σταματήσουν.Έχουν ήδη κλείσει ‘ανοιχτό’ το πεδίο
της ένωσης και της αγάπης.Κανείς δεν μπορεί να πει τίποτα γι αυτό.Έκαναν έναν τιτάνειο ατομικό
και ομαδικό αγώνα.Έθραυσαν τον ορίζοντα του φόβου της ένωσης.Η παρακαταθήκη τους στη
συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας υπήρξε ιαματική.


Η Νέα Γεθσημανή:
‘Και εξελθών επορεύθη κατά το έθος εις το όρος των ελαιών¨
ηκολούθησαν δε αυτώ και οι μαθηταί αυτού.
γενόμενος δε επί του τόπου είπεν αυτοίς¨ προσεύχεσθε μη εισελθείν
εις πειρασμόν.
και αυτός απεσσπάσθη απ’ αυτών ωσεί λίθον βολήν, και θεις στα γόνατα
προσηύχετο λέγων¨πάτερ, ει βούλει παρενεγκείν το ποτήριον απ΄εμού¨
πλην μη το θέλημά μου, αλλά το σον γινέσθω.
ώφθη δε αυτώ άγγελος απ’ ουρανού ενισχύων αυτόν.
και γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο.εγένετο δε ο ιδρώς αυτού
ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην.
και αναστάς από της προσευχής, ελθών προς τους μαθητάς εύρεν αυτούς
κοιμωμένους από της λύπης, και είπεν αυτοίς¨ τι καθεύδετε, αναστάντες
προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν.’
Κατά Λουκάν, κεφ. Κβ΄ 39-46

Εδώ, έχουμε ένα στάδιο ανώτερο της ένωσής των, αλλά που λόγω αυτής ταύτης της
ένωσης τους αποκαλύπτεται ή και τους δίδεται η Χάρις.
Είναι από τις σπάνιες ευκαιρίες.
Εδώ δεν έχουμε μια προσωπικότητα,αλλά δύο , που από κοινού αντιμετωπίζουν
το γεγονός της θέλησης της Ζωής.
Είναι το έσχατο της σχέσης επί της Γης.
Η ερωτική αγάπη της θέλησης.

Είναι η κατάληξη του έσχατου φόβου που οφείλουν να περάσουν μαζί.
Μαζί μειώνεται και διανέμεται το υψηλότατο βολτάζ του πυρήνα των Κόσμων.
Εδώ και η αγρυπνία. Η χαρά και η γνώση που απεκόμησαν από τη σχέση δεν αφήνει
περιθώρια για λύπη και ύπνο.
Εδώ έχουμε δύο ‘χριστούς’ που όντας ενωμένοι μεταξύ τους,αποδέχονται,εν πλήρει
ειρήνη το θέλημά Του.
Ο ορίζοντας του Κόσμου έχει θραυσθεί και η ίδια η σχέση-που μέσα στο ταξίδι γνώρισε
τον κόσμο-οδηγεί τα όντα στην ανάληψη,χωρίς τη διαδικασία της ΄σταύρωσης’,γιατί
αυτή,η σταύρωση, έχει επιτευχθεί κατά τη διάρκεια της κοινής τους συμβίωσης,από την
οικοιοθελή και άνευ όρων παράδοση του ενός στον άλλο και από το κοινό δημιουργικό έργο.

Πέραν των άλλων το μέγιστο έργο που επιτελούν αυτές οι υπάρξεις είναι ότι βιώνοντας
μέσω της σχέσης τη θνητότητά τους επί της Γης,στο τέλος και λόγω αυτού,συμβάλλουν
τα μέγιστα με το έργο τους και την ενέργειά τους στην εξάλλειψη της αυταπάτης του φόβου
του θανάτου στον πλανήτη.
Η συνειδητή πορεία μέσα στη σχέση και το δικό τους όρος των ελαιών τους οδηγεί και είναι,
σα να τους δωρίζεται το βίωμα, της επί της Γης αθανασίας.

Εν κατακλείδι και συνοψίζοντας:

Η Νέα Καινή Διαθήκη, απαιτεί την αγρυπνία των ψυχών,που σε σχέση πια, σε οικοιοθελή
δέσμευση,μεταμορφώνονται και πάνω στο δικό τους όρος από κοινού και μετά το μόχθο της ερωτικής τους αγάπης τους δωρίζεται και τους αποκαλύπτεται η αποστολή τους την οποίαν εκτελούν μέχρι
κεραίας κομίζοντας στην ανθρωπότητα και αγκυροβολώντας στη Γη,από το τμήμα του έργου που
τους αντιστοιχεί μια αλήθεια, κάτι τι το ωραίον και αγαθόν για τον πλανήτη.



Θραύεται ο ορίζων
Μαζί και το ημιτελές του κόσμου
Πενθεί η θλίψη
Τα γεγονότα δεν ήταν η ιστορία μας
Κρίμα στα τόσα χρόνια

Ακούω και βλέπω το έναυσμα

Πως να το πω;
Σιγή πυρός;

Ήρεμος πορεύομαι
Βρίσκω συγγενείς και τόπο οικείο
Από εδώ ήρθα

Φωσφορίζουν οι καρδιές

Ότι ζητώ μου δίδεται

Θέλω ειρήνη.

Τι είναι το φαινόμενο Unruh;


Ένας παρατηρητής που επιταχύνεται στον κενό χώρο θα αντιλαμβάνεται την ύπαρξη διαφόρων στοιχειωδών σωματιδίων, παρόλο που ένας άλλος αδρανειακός παρατηρητής αντιλαμβάνεται τον ίδιο χώρο τελείως κενό.

Όλα ξεκινάνε από την πρόβλεψη της Γενικής Σχετικότητας για ένα παρατηρητή που επιταχύνεται σύμφωνα με την αρχή της ισοδυναμίας. Η Γενική Σχετικότητα λοιπόν μας λέει ότι ο παρατηρητής αυτός είναι τελείως ισοδύναμος με έναν άλλο που βρίσκεται ακίνητος σ' ένα βαρυτικό πεδίο με ένταση όση η επιτάχυνση του πρώτου. Η κοσμική γραμμή ενός τέτοιου παρατηρητή θα έχει τη μορφή της παρακάτω εικόνας, ενώ ο παρατηρητής αυτός θα έχει και έναν ορίζοντα γεγονότων όπως δείχνει η εικόνα, πίσω από τον οποίο δεν μπορεί να δει.

Η εικόνα αυτή αναφέρεται για απλούστευση σε μια μόνο χωρική διάσταση. Δηλαδή γεγονότα σε θέσεις αριστερά του ορίζοντα γεγονότων δεν είναι προσιτά στον παρατηρητή!


Ο ορίζοντας αυτός χωρίζει τα φωτόνια εκείνα που θα φτάσουν στον παρατηρητή, από εκείνα που δεν θα το κατορθώσουν, αποτελείται δε από φωτόνια τα οποία παρόλο που ταξιδεύουν με την ταχύτητα του φωτός προς την κατεύθυνση του παρατηρητή, ουδέποτε τον προσεγγίζουν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ύπαρξη του ορίζοντα οφείλεται αποκλειστικά στην επιτάχυνση του παρατηρητή. Μόλις αυτός σβήσει τις μηχανές που τον επιταχύνουν και κινηθεί αδρανειακά, το φως από τον πρώην ορίζοντά του και πέρα θα τον προσπεράσει, όπως φαίνεται και στην εικόνα.

Ας υποθέσουμε λοιπόν πως η περιοχή εντός της οποίας επιταχύνεται ο παρατηρητής είναι εντελώς άδεια. Πουθενά τριγύρω δεν υπάρχει ούτε ύλη ούτε ακτινοβολία. Δεν υπάρχει τίποτα παρά κενός χώρος. Ας εφοδιάσουμε τον παρατηρητή με ένα εξοπλισμό ανιχνευτών σωματιδίων και θερμόμετρα. Πριν αρχίσει να επιταχύνεται, τα όργανα δεν θα καταγράφουν τίποτα αφού ο χώρος υποτέθηκε κενός. Όταν όμως βάλει σε λειτουργία τους κινητήρες του και αρχίσει να επιταχύνεται, τα πράγματα αλλάζουν δραστικά.

Η επιτάχυνση κατ' αρχήν τον κάνει να αισθάνεται ότι έχει βάρος, όπως υπαγορεύει η αρχή της ισοδυναμίας. Η επιτάχυνση ωστόσο γεννά και ένα άλλο φαινόμενο, που με πρώτη ματιά δεν έχει καμιά σχέση με τη βαρύτητα. Η ανακάλυψη του αποτελεί μια από τις πιο αξιοσημείωτες προόδους στη σύγχρονη θεωρητική φυσική.

Πρόκειται για κάτι εξαιρετικά απλό: Μόλις ο παρατηρητής ξεκινήσει να επιταχύνεται, οι ανιχνευτές του θα αρχίσουν να καταγράφουν σωματίδια, παρ' όλο που σύμφωνα με έναν αδρανειακό παρατηρητή ο χώρος τριγύρω είναι κενός. Με άλλα λόγια, ο παρατηρητής δεν θα συμφωνεί με τους μη επιταχυνόμενους φίλους του στο απλό ερώτημα κατά πόσον ο χώρος γύρω τους είναι πράγματι άδειος.

Οι παρατηρητές που δεν επιταχύνονται αντιλαμβάνονται έναν εντελώς άδειο χώρο —πλήρες κενό. Για τον επιταχυνόμενο παρατηρητή, όμως. η περιοχή που διασχίζει εμφανίζεται γεμάτη σωματίδια. Αντιλαμβάνεσθε ότι τα φαινόμενα αυτά δεν έχουν σχέση με τις μηχανές του σκάφους —ο παρατηρητής θα τα κατέγραφε ακόμη κι αν τον επιταχύναμε τραβώντας τον με ένα σχοινί. Εμφανίζονται ως παγκόσμια συνέπεια της επιτάχυνσης του.

Ακόμη πιο εντυπωσιακή θα είναι η ένδειξη του θερμομέτρου του επιταχυνόμενου παρατηρητή. Πριν αρχίσει να επιταχύνεται, το θερμόμετρο έδειχνε μηδέν, διότι η θερμοκρασία αποτελεί μέτρο της ενέργειας που αντιστοιχεί σε τυχαία κίνηση —και στον κενό χώρο δεν υπάρχει τίποτα που να δίνει μη μηδενική θερμοκρασία. Τώρα, όμως, το θερμόμετρο του παρατηρητή θα καταγράφει μια θερμοκρασία, παρ' όλο που η μόνη αλλαγή σε σχέση με προηγουμένως είναι η επιτάχυνσή του. Μερικές δοκιμές, μάλιστα, θα του αποκάλυπταν ότι η θερμοκρασία που καταγράφεται είναι ανάλογη της επιτάχυνσης του. Πράγματι, όλα του τα όργανα θα συμπεριφέρονταν ξαφνικά, ακριβώς σαν να ήταν περιτριγυρισμένα από κάποιο αέριο φωτονίων και άλλων σωματιδίων, σε θερμοκρασία με τιμή ανάλογη της επιτάχυνσης του.

Οφείλουμε να τονίσουμε ότι τα παραπάνω φαινόμενα δεν έχουν παρατηρηθεί ποτέ σε πραγματικό πείραμα. Αποτελούν πρόβλεψη που πρωτοδιατυπώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 από έναν λαμπρό νεαρό καναδό φυσικό, τον Bill Unruh, ο οποίος μόλις είχε τελειώσει τις μεταπτυχιακές σπουδές του. Συγκεκριμένα, ανακάλυψε ένα καινούργιο φαινόμενο, το οποίο αποτελεί συνέπεια της κβαντικής θεωρίας και της σχετικότητας και θα πρέπει να έχει παγκόσμια ισχύ, αν και ουδέποτε έχει παρατηρηθεί ως τώρα.

Σύμφωνα με την εν λόγω πρόβλεψη, οτιδήποτε επιταχύνεται θα συμπεριφέρεται σαν να βρίσκεται μέσα σε θερμό αέριο φωτονίων (και άλλων σωματιδίων) με θερμοκρασία ανάλογη της επιτάχυνσης του υποκειμένου. Η ακριβής σχέση ανάμεσα στη θερμοκρασία Τ του αερίου και την επιτάχυνση α του επιταχυνόμενου υποκειμένου είναι γνωστή. Δίνεται από τον περίφημο τύπο του Unruh, και έχει την παρακάτω απλή μορφή:

Τ = α(h/2πc)

Ο όρος h/2πc, όπου με h συμβολίζεται η σταθερά του Ρlanck και με c η ταχύτητα του φωτός, είναι πολύ μικρός σε συνήθεις μονάδες, γεγονός που σημαίνει ότι η όποια επίδραση του έχει μέχρι στιγμής διαφύγει της πειραματικής επιβεβαίωσης. Δεν πρόκειται πάντως για απρόσιτη ποσότητα· έχουν μάλιστα γίνει προτάσεις να μετρηθεί επιταχύνοντας ηλεκτρόνια με πελώρια λέιζερ. Σε έναν κόσμο όπου δεν θα ίσχυε η κβαντική θεωρία, η σταθερά του Ρlanck θα ήταν μηδέν, και ο παραπάνω όρος θα μηδενιζόταν, οπότε τα σχετικά φαινόμενα δεν θα εμφανίζονταν καν. Το ίδιο θα συνέβαινε και αν η ταχύτητα του φωτός είχε άπειρη τιμή —με άλλα λόγια, στη νευτώνεια φυσική.

Τα παραπάνω υποδεικνύουν ένα είδος προσθήκης στην περίφημη αρχή της ισοδυναμίας του Αϊνστάιν. Σύμφωνα με τον Αϊνστάιν, οι περιπτώσεις ενός ομαλά επιταχυνομενου παρατηρητή στο Διάστημα και κάποιου άλλου που ακινητεί στην επιφάνεια ενός πλανήτη είναι ακριβώς ίδιες. Ο Unruh συμπληρώνει ότι κάτι τέτοιο αληθεύει μόνον αν ο πλανήτης του δεύτερου παρατηρητή έχει θερμανθεί σε θερμοκρασία ανάλογη της επιτάχυνσης του πρώτου.

Ποια είναι άραγε η προέλευση της θερμικής ενέργειας που ανιχνεύει ο επιταχυνόμενος παρατηρητής; Τη θερμική ενέργεια, όπως και κάδε άλλης μορφής ενέργεια, γνωρίζετε ότι δεν μπορούμε ούτε να τη δημιουργήσουμε εκ του μηδενός ούτε και να την καταστρέψουμε. Η θερμική ενέργεια δεν είναι άλλη παρά η ενέργεια κάποιας άτακτης τυχαίας κίνησης. Η προέλευση λοιπόν αυτής της τυχαιότητας δικαιολογείται ως εξής:

Κάθε στιγμή στο κενό χώρο, με βάση την αρχή της απροσδιοριστίας δημιουργούνται ζεύγη σωματιδίων-αντισωματιδίων (το φωτόνιο έχει ως αντισωματίδιο επίσης ένα φωτόνιο), τα οποία είναι τόσο πιο μακρόβια όσο λιγότερη ενέργεια έχουν. Τα σωματίδια αυτά των ζευγών παράγονται επίσης συσχετισμένα. Δηλαδή όταν κάποτε ανιχνεύεται και μετρείται το ένα, η πλήρης περιγραφή της κατάστασής του να εμπλέκεται με την κατάσταση του άλλου, όσο μακριά και αν βρίσκονται μεταξύ τους (μη τοπική συσχέτιση).

Όταν λοιπόν παράγονται τέτοια συσχετισμένα ζεύγη δυνάμει σωματιδίων στον κενό χώρο και το ένα κατευθύνεται προς τον επιταχυνόμενο παρατηρητή, το άλλο κατευθύνεται πίσω από τον ορίζοντά του και εξαφανίζεται μόνιμα από αυτόν.

Κάθε φωτόνιο λοιπόν που θα ανιχνευτεί από το θερμόμετρο του επιταχυνόμενου παρατηρητή, συσχετίζεται με κάποιο άλλο πίσω από τον ορίζοντά του. Τούτο σημαίνει ότι μέρος της πληροφορίας που θα χρειαζόταν ο παρατηρητής για να περιγράψει πλήρως την κατάσταση όσων φωτονίων παρατηρεί δεν του είναι διαθέσιμη επειδή φέρεται από φωτόνια που βρίσκονται στην κρυφή του περιοχή. Κατά συνέπεια ότι "βλέπει" ο παρατηρητής χαρακτηρίζεται από εγγενή τυχαιότητα. Οπότε η κίνηση που καταγράφει χαρακτηρίζεται ως τυχαία. Η τυχαία κίνηση όμως σημαίνει εξ ορισμού θερμική ενέργεια. Άρα τα φωτόνια και τα άλλα σωματίδια που "βλέπει" είναι θερμά (έχουν θερμικό φάσμα).

Αν αναρωτηθούμε βέβαια, από που προέρχεται η θερμική αυτή ενέργεια;

Η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη παρά από τις μηχανές του παρατηρητή που τον επιταχύνουν.

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2007


Ακόμα οι άνθρωποι θρηνούν
Ακόμα κλαίνε
Οι φλέβες των οραμάτων διογκώνονται θραύονται
Και στα έκπληκτα μάτια
Σκουπίζουν τα δάκρυα.

Πάμε για καλή σοδειά¨

Για παιδιά που θα λαμπυρίζουν
Που θα ερωτεύονται
Που θα ανταλλάσσουν εν πνεύματι
Το αιώνιο

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2007



Τα όντα όταν είναι έξω από την ανάγκη
συμπεριφέρονται απλά, ανεπιτήδευτα.
Αρέσκονται στη σιωπή και στο στοχασμό.
Η πράξις τους είναι για το κοινό καλό.
Τα έργα τους όμορφα και οι κινήσεις τους στο χώρο αρμονικές.
Όταν είναι μέσα στην ανάγκη¨
ερίζουν.

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2007

Η σελήνη :
Νεκρή
από πάντα.

Παραμένει
επιτύμβιον σήμα :
‘Διαβάτη,
έσωπτρον είμαι
πετρώδες κύμα
ασκόπως κείμαι’

…μιας διαμάχης που τελείωσε.

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2007

ΤΡΙΤΗ 9/10/2007




με το βλέμμα καρφωμένο εκεί-που; -μακρινό βλέμμα, μαύρο βλέμμα, το τελευταίο, το ίδιο όμως με το άλλο τελευταίο μακρινό, μαύρο βλέμμα του Τσε.
Τα βλέμματα του τέλους.
Του τέλους των μελαχρινών.

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2007


Καμμιά φορά θυμάσαι
ή οφείλεις να θυμάσαι
Ότι ως άνθρωπος υπήρξες.
Και ότι αυτό μπορεί
και να μη σου ξανατύχει
ποτέ πια.

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2007


Άνδρας φίλεργος
Λιθοξόος μαυσωλείων
Αυγή ιώδης
Άμα γυρίσω από κει
Που ’τε θεοί γυρνούνε
Θε να σου φέρω πούπουλα
Από τα μεσαστέρια
Γιρλάντες ηλιοκέντητες
λόγατα πενεμένα
Να τα ’χεις να πορεύεσαι
Εδώ στον ξένο τόπο.


Έλα μπρε Χάρε Χάροντα
Φέρε και τους δικούς σου
Σ’ έχει πονέσει η καρδιά μ’
Μέσα στα τόσα χρόνια
Όλο μονάχοσ’ έρχεσαι
Και όλο μουτρωμένος.


Αν θες να διείς ονείρατα
Απ’ τον απάνω κόσμο
Έλα σε με μία νυχτιά
Έλα με κοντοβράκι
Να κυλιχτούμι τσίτσιδοι
Μέσα στον αχερώνα
Να διείς όλα τα σάβανα
Νά ’ναι λαμπαδιασμένα
Να ’κούσεις και τα σήμαντρα
Από τον κάτω κόσμο
Να διείς και τη μανούλα σου
Σα γένναγε εσένα.

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2007

Όλα τα παιδιά είναι ανορθόγραφα,
μ’ εκείνη την ανορθογραφία της μνήμης που ψάχνει να βρει τον τόπο της.
Κι όταν καμιά φορά κοιμηθούν ,
αρχίζουν τις κουβέντες μεταξύ τους, το ένα εδώ ,
το άλλο στην Αμερική, το άλλο στη Ρωσία.
Και διευθετούν τα του κόσμου.
Κάθε μωρό φέρνει τη γλώσσα του
κι είναι η ίδια η σιωπή που τα κάνει να μιλούν τη μοναδική γλώσσα.
Δεν είναι η περιοχή του Broca η χώρα των προγόνων.
Είναι το κενό ,ανάμεσα σε συνάψεις γαλανές, που φτιάχνει τα ονόματα.

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2007

Η ΗΔΟΝΙΚΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ



Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
να ΄ναι τα χρόνια δίσεχτα¨ πόλεμοι χαλασμοί ξενιτεμοί¨
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει¨ το κυνήγι
ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλλούς τα σκάγια¨

Γιώργος Σεφέρης : ΚΙΧΛΗ, το σπίτι κοντά στη θάλασσα

Μεταφέρεται η θλίψη¨ με τον άνεμο. Από άτομο σε άτομο κι από γενιά σε γενιά.
Μεταφέρεται και ο νόστος της¨ σαν το μόνο σημαντικό γεγονός της ζωής.
Ηδονικά παραμένει κανείς στην νοσταλγία της.
Καθηλώνεται εκεί¨ γίνεται πέτρα.
Μέσω αυτής επιβεβαιώνει την ύπαρξή του.
Η μνήμη ξέρει μόνον αυτή.
Παραμένει σ’ αυτήν.
Ότι και να κάνει ένα άτομο ή ένα Έθνος από αυτήν εκκινεί, σ’ αυτήν έχει αναφορά.
Δεν την επεξεργάζεται όμως, δεν εμβαθύνει, δεν ψάχνει για τα αίτια, αποφεύγει τη μετωπική σύγκρουση μαζί της,
την παραδοχή της, το αναπόφευκτον μιας οδυνηρής αποκάλυψης.
Και γιατί να το κάνει;
Κι αν το κάνει τι άλλο πιό δυναμικό, πιό ιστορικό, πιό εντυπωσιακό θα έχει να βάλει στη θέση της;
Την πεζή καθημερινότητα ή την επικίνδυνη και μη αναγνωρίσιμη εισροή της χαράς;
Χίλιες φορές αυτό που ξέρουμε, αυτό που μας δώσανε.

Έτσ’ τα βρήκαμε παιδάκι μ’, τι θες και τα σκαλίζ’ς;’

Τη συλλογική ηδονική νοσταλγία της θλίψης ενός ολόκληρου Έθνους,
επιμελώς και σκοπίμως συντηρεί και επικροτεί η εξουσία,
αφελώς δε και αυτάρεσκα οι περί την τέχνην.
Στο άμεσο μέλλον ή στο μέλλον δεν θα υπάρχει ή δεν θα πρέπει να υπάρξει τέχνη που να αντλεί ‘έμπνευση’ από αυτή τη νοσταλγία.
Η ίδια αυτή τέχνη συνηγορεί στη διατήρησή της ηδονικής νοσταλγίας της θλίψης και άρα, συμμαχεί με την εξουσία ,εκεί ακριβώς που θεωρεί ότι τη διαβρώνει.
Με ισχυρή θέληση και αποφασιστικότητα ο καλλιτέχνης οφείλει να μη βάζει μέσα στην τέχνη του τέτοια στοιχεία. Οφείλει αφού εξερευνήσει εαυτόν και τα αρχέτυπα της φυλής του και κατανοήσει πόσο ποσοστό νοσταλγίας και ηδονής έχει από την παραμονή του στην οδύνη, να προτείνει έργο χωρίς αυτήν την αναφορά.
Να δούμε- επιτέλους- πια μπορεί να είναι αυτά τα έργα, αν θα υπάρξουν.
Μπορεί και να μη γίνει κανένα έργο πια, μπορεί να μη χρειάζεται, μπορεί να μας αποκαλυφθεί το μέγα άλλοθι της τέχνης: η ηδονή της οδύνης και η νοσταλγία της.
Μπορεί το μόνο έργο τέχνης να είναι αυτό τούτο το έργο της ζωής και η άσκηση στην τέχνη του ζειν,στην οποία αυτή την 'άσκηση της τέχνης του ζειν', η ηδονική νοσταλγία της θλίψης επιμελώς και οικειοθελώς θα παραμερίζεται.

‘Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μου
τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες
σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει.
Πάρ’ το, σου το χαρίζω¨
δες, είναι ξύλο λεμονιάς…’

Γιώργος Σεφέρης: ΚΙΧΛΗ, το ναυάγιο της ‘Κίχλης’

Μπορεί ακόμα να έχουμε, την ηδονική θλίψη ενός λαού, που παραμένει νωχελικός ,ασαφής και χαώδης,
νοσταλγώντας μια παιδική ηλικία- όσο οδυνηρή κι αν υπήρξε-και αρνούμενος πεισματικά να αποταυτισθεί απ’ αυτήν.
Αρνούμενος να ενηλικιωθεί, αποδεχόμενος το τέλος μιας πράξης και ενός θανάτου που έχει προ πολλού συντελεσθεί και την οποία τελετή αλαζονικά αποποιείται και επιδεικτικά αρνιέται να παρευρεθεί,αποφασίζονταςνα θρηνίσει
γοερά και ομαδικά το τετελεσμένον,επιμένοντας έτσι στον κατακερματισμό της ύπαρξης του και στη μη σύνθεσή της.
( Για ένα άτομο και ένα Έθνος, αυτή η παραμονή ,είναι το μέγα εμπόδιο και η μεγάλη καθυστέρηση στην κατάφαση της ζωής.)
Η μη αποφασιστική ατομική και συλλογική επεξεργασία και ο ενσυνείδητος απεγκλωβισμός
από την ηδονική, αυτάρεσκη και αυνανιστική παραμονή στη θλίψη είναι –δυστυχώς-
η σύγχρονη μεγάλη ιδέα ( πλάνη ) του γένους των Ελλήνων.
Είναι επιτακτική η ανάγκη να σταματήσει η επέλαση προς τα ανατολικά της λύπης μας
και θαρραλέα να επαναστατήσουμε ενάντια σε μια νοσταλγία που μας καθηλώνει ,
τόσο στις μεταξύ μας σχέσεις, όσο και στην ευφυία μας, τη δημιουργικότητά μας,
μας κλείνει την καρδιά και μας αφήνει έξω από την επικείμενη εισροή της ζωής.
( Η όλη εισήγηση έχει την υποσημείωση του κατεπείγοντος.)
Είναι θλιμμένο το Έθνος μας.
Βαθιά θλιμμένο, μ’ ένα μελαγχολικό, χρόνιο πένθος.
Η αποδοχή και η επιμελής επεξεργασία της θλίψης μας: ιαματική.
Η παραμονή μας στην ηδονική νοσταλγία της: μια νέα ( ψυχολογική ) Μικρασιατική καταστροφή.

"Η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε,
ο τύραννος μέσα απ’ τον άνθρωπο έχει φύγει,
κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες
τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης.
Όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει,
στο φως¨
Γιώργος Σεφέρης: ΚΙΧΛΗ, το φως

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2007

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2007

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2007

μέσα στα δωμάτια των πόλεων
κυοφορείται ο θάνατος
δεν ξέρω τι θα διατηρηθεί
εδώ δεν προτείνονται νέες μορφές
εδώ το ζώο εξαγριώνεται
ο άνθρωπος συνθλίβεται από τη νόηση
και συνθλίβει την ύπαρξη
αυτοδημιουργείται και αυτοκαταστρέφεται
η τρομαχτική εντροπία του ανθρώπινου ζώου
η ουσία που δεν διέφυγε και συντρίβει
το αναπότρεπτο του γεγονότος
ο διακαής πόθος της ερημίας
ο έρωτας με τα πάθη
η ελευθερία της καταστροφής
ο οριακός πόνος και η χωρίς όρια έκρηξη
τα δέντρα οι θάλασσες ο αέρας
τα κοπάδια με τις γαζέλες και τις ζέβρες
οι κρίνοι και τα ρόδα
η σμέρνα
η νέα εξέλιξη των ειδών
ο πίθηκος
τα γυμνά νήπια του πρωϊνού
η αιμομιξία της αγάπης.


Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2007

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ, ΟΙ ΠΝΕΥΜΟΝΕΣ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ
Είναι καλό να μην ξέρεις κάποιον που έχει γράψει ένα βιβλίο.
Καμμιά φορά , αν και όχι πάντοτε, επιρρεάζεσαι από τη φυσιογνωμία,
τις απόψεις του, τις μέτριότητές του.
Ξεχνάς ότι όταν κανείς γράφει , είναι λίγο ή αρκετά πιο πάνω από τις συνήθειές (του).
Είναι ωραίοι οι άνθρωποι στην τέχνη τους.
Εκεί συναντώνται.
Στην καθημερινότητά τους είναι συνήθως μικροί, ελάχιστοι.
Γι αυτό,ίσως, να εδόθη η τέχνη.
Για ανάταση και εξύψωση.
Οι πνεύμονες μαζεύουν τη θλίψη, τον πόνο, το γιατί της ζωής.
Δεν ξέρει κανείς γιατί διαλέγει μια δουλειά ή όταν ξεφύγει από την ανάγκη,
μια ειδικότητα τέτοια που επικεντρώνει σ' έναν και μόνον αποκλειστικό σκοπό,
για τον οποίο μπορεί να κατηγορηθεί για την επιμονή του σ' αυτόν, για μονομέρεια ή και για αδιαφορία.
Και η ποίηση είναι μια ειδικότητα.
Κανείς δε γνωρίζει γιατί το πνεύμα επιμένει να γράφει ποιήματα.
Ίσως για να λυτρώσει τους πνεύμονες από τα ιζηματογενή πετρώματα της θλίψης.
'Ισως για να βγει με λέξεις η πνοή που εγκλωβίστηκε στα ορυχεία της άγνοιας, του φόβου και
της καταπίεσης.
Πως ζει ένας που γράφει;
Πως ζει ο ποιητής;
Πως πεθαίνει;
Πεθαίνει ο ποιητής;
Ή τρυφερεύοντας κάθε φορά, εξαϋλώνεται σιγά-σιγά και έτσι εγκαταλείπει οικειοθελώς το κορμί
και όταν φύγει η πεπάλη των χρόνων ή όταν γίνει ποίημα ,
αναδύεται η χαρά και η μνήμη της;
Γιατί τι είναι ο ποιητής;
Ερευνητής, εξερευνητής της χαράς των πραγμάτων.
Αυτή ψάχνει μες στο σκότος. Αυτή στο τέλος αναδεικνύει.
Γιατί τι είναι η ζωή;
Αυτό που λησμονήθηκε να φανερωθεί.
Δείτε από τι θνήσκουν οι ποιητές.
Ενσυνειδήτως απορροφούν τη θλίψη του κόσμου, την επεξεργάζονται, την μεταπλάθουν,
βγάζουν ότι μπορούν και με όση αντοχή τους απέμεινε γράφουν, γράφουν
για να εισακουσθούν από τον κόσμο, τον εκλιπαρούν να μην επανέλθει και πάλι στα κοινά ,
τα ευτελή , τα κατακερματισμένα.
Και οποία ταπεινότης, δεν επιβάλλουν τίποτα, δεν φωνασκούν.
Διαβάζεται από λίγους η ποίηση, αλλά αυτό δεν έχει καμμιά σημασία.
'Απαξ και τυπωθεί , έχει γειωθεί και έχει αυτόματα καταγραφεί στο συλλογικό ασυνείδητο και
νομοτελειακά περιμένει την ώρα να αποκαλυφθεί και να πραγματωθεί ως γεγονός.
Είναι φύλακες οι ποιητές.Κρατούν τα μυστικά του κόσμου.
Η ποίηση είναι η πρακτική εφαρμογή της ψυχής.
Ότι γράφεται ποιητικά μπορεί να μη γίνεται έργο αμέσως, πράξις, διατηρεί όμως με ασφάλεια
την αθωότητα και τη δύναμη ενός μελλοντικού συμβάντος που τελεσιδίκως θα συμβεί.
Ας μη τη διαβάζει την ποίηση ποτέ , κανείς.
Δεν πειράζει που δεν πουλάνε οι ποιητικές συλλογές.Αρκεί που γράφονται και να εκδίδονται.
Άμα τη εμφανίσει , σ' εκείνα τα μικρά ολιγοσέλιδα βιβλιαράκια, το έργο έχει τελεσθεί.
Ο μόχθος της ποιήσεως έχει καθαρίσει τον αγωγό της φθοράς από το πουρί του
και το φως εισέρχεται ανεμπόδιστο και επιτελεί το σκοπό.
Το πνεύμα, άϋλο, βρήκε στην καρδιά την ύλη που ερωτεύτηκε.
Το αίμα θα είναι καθαρό, οι βρόγχοι δε θα κουράζουν πια τα μέλη και τα πνεμόνια
θα ανοίγουν για να φανούν τα στήθη τα αντρίκια και των γυναικών οι λοφίσκοι
με το ξωκλήσι τους.
Όλοι χρήζουμε εντατικής θεραπείας.
Τα αναπνευστικά προβλήματα και οι διάφορες παθήσεις στην περιοχή του θώρακα,
δεν οφείλονται μόνον στα περιβαλλοντικά προβλήματα.
Οι ποιητές το γνωρίζουν, γιατί όλοι είναι κατ' ειδικότητα πνευμονολόγοι
ή και οι πνευμονολόγοι -όλοι-οφείλουν να γίνουν ποιητές
συμπαρασύροντας σ' αυτό και τους ασθενείς τους.

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2007

Όταν συμβαίνουν κορυφαία γεγονότα
στη ζωή ενός ατόμου ή ενός ολόκληρου έθνους
το υποκρυπτόμενο μήνυμα είναι να υπάρξει
η ώθηση, το θάρρος, η απόφαση
για ριζική αναδιάρθωση και αναθεώρηση
του ιδιωτικού και δημόσιου βίου.

Η καθήλωση-μετά από ένα τέτοιο γεγονός-
στις μέχρι τώρα ατομικές ή και συλλογικές
πεποιθήσεις και αντιλήψεις διατηρεί
αυτό που η αρχαίοι αποκαλούσαν ύβρι
τόσο απέναντι στον εαυτό μας, στο περιβάλλον
όσο και στους συνανθρώπους μας.

Μίαν Ύβριν
που η παρατεταμένη της διάρκεια
οδήγησε σε αυτό τούτο το γεγονός.

Τρίτη 28 Αυγούστου 2007

Έρχεται κάποτε ο καιρός
που οι σιωπηλοί λαμβάνουν θέσεις.
Τότε εξακοντίζουν
τα βέλη του Λόγου
ελκύουν τις στρατιές των ποιητών
και όλα τα αγαθά έργα των αιώνων.
Αγρυπνία ψυχών συντελείται.

Όποιος ξεχάστηκε
θα λησμονηθεί.

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2007

ήχος που μέσα στην οσμή της αρμύρας
γίνεται μνήμα συνάφεια
αιμοπετάλια γεμάτα πρασινογάλαζα φύκια
φωνή γυμνού κομμένου σε χίλιες ελπίδες
αρχαίου έφηβου
βουτηγμένου μέχρι τα βάθη της ψυχής του
σε θαλασσινά ολονύχτια συμπόσια
οσμή που γίνεται βουή
όχλου τρελού
που αναδεύει και αναμοχλεύει
πάθη λησμονημένα
έξαλλος άγιος
για τα δεινά που επέρχονται
φοβερός δολοφόνος
ακόλαστος λογοπλόκος
στα βάθη της ψυχής του
στη γλώσσα του
στους κάμπους τους λαμπαδιασμένους
από την εκτυφλωτική ορμή
εραστής βουβός.
Οφθαλμούς να έχω να βλέπω
χέρια να πιάνω
κόκκαλα γερά ν' αντέξω.
Κάτι γίνεται εδώ πέρα
η καμμένη γη συνομιλεί με τη θάλασσα.
Κάναμε ότι γινότανε για την καταστροφή:
το πρέπον.
Βάζω στο βράχο το μεταλλικό κουτί
μέσα πεταμένα τα γράμματα
αυτής της γλώσσας
όποιος τα βρει
και όποιος έχει το κουράγιο
να ξαναφτιάξει λέξεις
και όποιος έχει τη χάρη να τις ταιριάξει
να κάνει το ποίημα
και να το απαγγέλλει
στα παρθένα του ώτα.

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2007


ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Έρχεται κάποτε η στιγμή
Χτίζονται πάλι τα παλιά γιοφύρια
Μαθαίνει ο ένας τη γλώσσα του άλλου
Θυμάσαι
Γκρεμίσματα μόνον
Μαζεύεις τα οστά
Είναι όλα δικά μας
Φτιάνεις ένα μνημείο
Το μνημείο των οστών
Βάνεις ονόματα:
Μηριαίον: Κυριάκος
Γόνυ: Αχμέτ
Περόνη: Βασιλικούλα
Κνήμη: Αισέ
Αγνοημένοι όλοι του μίσους
Λες ότι δεν μπορείς να ζήσεις πια δίχως το φόβο
Σου προσφέρεται ένα νησί
Θες να επιστρέψεις στο κενό
Στη βουή της Λήδρας ή
Στα άσκοπα βήματα στο Sokak
Μπορεί να μην προλάβεις την ίασιν
Στη βάση του μνημείου θα εναποθέσουμε
Με ευλάβεια και σεβασμό
Τις άδειες οπές των οφθαλμών σου
Που είδαν πολλά κι αγρίεψαν.

Η στιγμή ήρθε:
Η Λευκωσία είναι Λευκωσία.

Η τελευταία των πόλεων που αγαπήθηκε.

Τρίτη 14 Αυγούστου 2007


Τρία θερινά ποιήματα

α.
Με τον καιρό
αγάπησε τόσο πολύ το σχήμα της
που ένοιωθε ότι κατοικούσε αυτό εντός του.
( Μπορεί να συνέτεινε
ότι κάποτε το περπάτησε
γυμνόπους και αξιέραστος ).

Ερήμην,
ενώ έπινε νερό απ’ τα Θέρμα –
μεσημεράκι ήτανε-
αγαλλίασε.

Εις το εξής το γήρας
ήτο απλά
μια βιολογική παράμετρος.

Ιουνίου 24, που πηδάν τσι φωτιές

β.
Μετά τον κάματο
και το:΄΄ άντε μπρε σκασμένα΄΄
απάν’ στο τράφωμα
το κορμί γλύκαινε.

Ο Μπουρνιάς το δειλινό
το ανταλλάσσει με βελάσματα
και ο στοχασμός-
ίδιον του όντος που εμόχθησε-
ωχρίζει τους λόφους.

Ήτο άνδρας φιλοπρόβατος.

Δεκαεπτά Ιουλίου, της Αγίας Μαρίνας

γ.
Εξαίφνης
ο βίος εορτάζεται.
Ως να εξέλειπαν τα πετρώματα
με τα ημιθανή ηλεκρόνια.
Η Παρουσία –
από πάντοτε παρούσα-
εισέρχεται,
με ήχον Κανάκ',
στον κόλπο του Μούδρου.
15η , μηνός Αυγούστου. Εκάστου έτους πλέον.

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2007

Μπορεί μια λέξη μόνο
Να αρκεί.
Μπορεί ένα Ναύπλιο.
Ένας Νίκος Καρούζος.
Εκεί
Όπου και οι σιωπές σιγούν
Που τα κάτοπτρα όλα
Κοιτούν τον εαυτό τους
Και χορευτές ασπόνδυλοι
Χαρτογραφούν τον επικείμενο Κόσμον
Εκεί – ας είμαστε ακριβείς-
Πέραν και αυτού τούτου του φωτός
Οι συγγενείς των αποστάσεων –εν κύκλω
Μειδιούν αρρήτως
Για τα αναπάντεχα βρέφη.

Κυριακή 24 Ιουνίου 2007

Ποιητής εκ ποιητών
Γρανίτης άνεμος
Μάστορας γεφυριών
Αναπάντεχα θνητός και γεννναιόδωρος
Τα στοιχεία αμόλυντα επιστρέφω
Ωσάν ο θάνατος να μην υπήρξε
Ωσάν ο θάνατος να εφευρέθηκε
Ωσάν να μην μισήθηκαν ποτέ οι αποστάσεις.


Άνθρωπος εξ ανθρώπων
Πατήρ και μήτηρ ενός εκάστου
Ενίοτε έως πάντοτε εκκρεμής
Επιλήσμων
Γιατί τη Γη την ήθελα ολόκληρη



Θνητός εκ θνητών
Ανένταχτος θύσανος ή και αμάραντος
Στην κάθε διάρκεια
Είμαι στην ώρα μου

Σάββατο 23 Ιουνίου 2007

Η εκκρεμότητα

Μένει πάντα κάτι να σε περιμένει.
Ένας ήχος , μια σιωπή, ένα σπασμένο ποτήρι.
Μπορεί και να τα έχεις αφήσει επίτηδες για να γυρίσεις ξανά να τα βρεις.
Είναι αλήθεια, τα πράγματα δεν χάνονται, τα παίρνει ο αέρας τα μεταφέρει όπως τη γύρη δεξιά κι αριστερά.
Είναι αλήθεια το σώμα αυτό δε χάνεται, δεν λησμονείται η αφή του, δεν απελπίζεται.
Φεύγει με τον άνεμο, συνομιλεί με τον ευκάλιπτο ,αποχωρεί πλησίστιο,γνωρίζοντας.
Όταν ξανάρθει, θα ξαναβρεί τον ήχο, τη σιωπή, το ποτήρι.
Όταν ξανάρθει και ,θα ξανάρθρει, θα ξαναβρεί την εκκρεμότητα.
Πλήρη.