Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2007

Η ΑΥΡΙΟ [ Ξανά....]


Ψάχνοντας για πατρίδα , εγώ ο πρόσφυγας-ο δυο φορές- μια τ’ ουρανού και μια του Ελλησπόντου, κατοίκησα τη γλώσσα.
Στη γεωγραφία της βρήκα τις χαμένες πατρίδες , πατέρα και μάνα, σύμφωνα και φωνήεντα, φωνές και σιωπές , χτίσματα, ερείπια, νέες επαύλεις, θανάτους κι έρωτες.
Στους ρυθμικούς της αριθμούς κοιμήθηκα και στις ενοράσεις της αύριο άλογα όντα λόγον ενεδύοντο.
Ο Ωκεανός αυτός ήταν το νησί μου.
Εκεί περπατούσα τα μεσημέρια και στις οικειοθελείς αγρυπνίες μου ιδεογράμματα άναβα για ζέσταμα.
Έβλεπα τους ήχους των λέξεων, σχήματα, πυραμίδες και δωδεκάεδρα, πλευρές πολύχρωμες , με ευωδιές νυχτολούλουδων της βροχής.
Πατρίδα : τα λόγια που κρυφτήκανε, για να βγουν τα άλλα, τα επικά της φθοράς , μηρυκασμοί ανδρών δίχως ρίζες, με όρχεις άνευ σπέρματος, σπορείς δεινών μόνον, άνδρες με τ’ αχαμνά τους ρυτιδωμένα από την έλλειψη κόλπου θερμού, που πιάσανε και παίζανε μια με τα λόγια μια με το πουλί τους, με τα χώματα αυτά και να το’97, το ’22, το’ 36, το ’46, το ’67 , η εικοστή Ιουλίου του χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα.
Άντρες αναιδείς, του πεπρωμένου κλέφτες.
Και οι άλλοι, όλοι οι άλλοι, που φτιάχνανε πατρίδες εδώ και έναν αιώνα και κάψανε τη χαρά στις μάνες και στις αδελφές.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς;
Κανείς να μην πιστεύει πια κανέναν!
Να τους κοιτάτε στα μάτια.
Νεογέννητα κοιτάχτε τους γονείς σας στα μάτια .
Έφηβοι , βαθειά μέσα εκεί τους δασκάλους σας.
Μη δίνετε τίποτα σε κανέναν.
Δείτε αν κατοικεί κάπου, αν έχει σπίτι, αν έχει γλώσσα, καρίνα και έρμα το σκαρί του.
Πετσοκόφτε τους.
Αλλάξτε τους δέρμα.
Κανέναν να μην εμπιστευθείτε.
Κανέναν μεγάλο.
Αφανήστε τους.
Κοιτάξτε αλλού.
Φτιάξτε γλώσσα.
Κατακτήστε την.
Μοίρα δεν υπάρχει όταν σκοτώνεις το φόβο.
Περπατήστε την πλήξη σας, την απόγνωσή σας, την απελπισία σας.
Σωπάστε και αφήστε τους να πνιγούν με το ίδιο τους πηχτό αίμα.
Μη τους τροφοδοτείτε άλλο.
Ούτε καν με το θυμό σας.
Νεκρώστε τους.
Βρείτε πατρίδα.
Εκεί που η μνήμη τελειώνει και αύριο δεν υπάρχει.
Έξω από το χρόνο και μέσα στην οδύνη.

Επιστρέφω ξανά και ξανά στην κατοικία μου.
Γράφω ποιήματα.
Φυσάει βοριάς.
Δυναμώνει το πυρ.
Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι επιταγχύνεται η πυρπόληση των ιδεολογιών , αυτών των σεληνιακών κυρίων της σήψης;
Τελειώνουν οι τέχνες όπως τις ξέρατε.
Χάνονται είδη από καιρό νεκρωμένα, συλλαβές παγετώνων.
Αναδύονται κατά κύματα ωκεανοί γαλαξιών.
Νεογνά φωσφορίζοντα , νήπια ποιητές, από γονείς ποιητές , συγγράφουν σε έπη βαθυγάλαζα, με μια ματιά , με ένα νεύμα το πεπρωμένο μας.
Η ιστορία δεν ήτανε για μας.

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2007

ΤΟ ΔΩΡΟ

Το δώρο, αυτή η αρχαία συνήθεια χαράς και εξάρτησης.
Αυτή η υπενθύμηση ότι υπάρχεις.
Όπως και οι γιορτές .
Εφευρέσεις για συνάντηση ,για να διαλυθεί –δήθεν-το κοσμικό ρίγος της ερημιάς και της διάσπασης.
Ας φανταστούμε –για λίγο, πολύ λίγο- μια κοινωνία δίχως δώρα και χωρίς γιορτές.
Και τα δύο μοιάζουν σαν προσπάθεια συγκόλλησης αυτού που έχει προ πολλού σπάσει και σα μια προσπάθεια εναγώνιας επανάκτησης της χαμένης φροντίδας.
Το δώρο έχει πάντα την ανάγκη από το υποκείμενο της βεβαίωσης ότι υφίσταται, ότι ζει, ότι δεν λησμονήθηκε και ενέχει δόλο και από τις δύο πλευρές και από αυτόν που δωρίζει και από αυτόν που το δέχεται.
Υποκρύπτει επίσης την έννοια της ανταπόδοσης.
Δοκιμάστε να μην κάνετε δώρο σε κάποιον που σας έκανε!
Ή να μην πάτε σε κάποια γιορτή και να μην πάρετε κανένα τηλέφωνο και να μην εφεύρετε καμιά δικαιολογία!
Είναι ένα στοιχείο της παιδικής και εφηβικής ιστορίας της ανθρωπότητας.
Δεν θα είναι αναγκαίο στις επερχόμενες συνειδήσεις.
Σ’ αυτό τον εντόνως μεταβατικό πολιτισμό το δώρο και οι γιορτές –πάνε ως επί τω πλείστον μαζί-θα ‘εξαγριωθούν’, θα γίνονται όλο και πιο επιθετικές οι τάσεις , όλο και πιο πολύ η αγωνία να επεκταθούν κι άλλο , να ‘δωρίζονται’ αντικείμενα και ώρες , για επιπλέον σαγήνη του φόβου του θανάτου, του φόβου του μέλλοντος, του φόβου της επικείμενης αποτυχίας ή και ολικής καταστροφής.
Δώρα, δώρα, δώρα, γιορτές , γιορτές , γιορτές και εφευρέσεις νέων εορτών που η πρόσθεσή τους θα οδηγεί στο μηδέν της συνάφειας, της επαφής και της επικοινωνίας.
Τα δώρα και οι γιορτές μέχρι τούδε δεν ήταν τίποτε άλλο από τείχη και αμυντικοί μηχανισμοί που μέσω της επίπλαστης‘χαράς’, όρα:διασκέδασης , λειτούργησαν ως φορείς απομάκρυνσης από τη βαθύτερη και ουσιαστική επικοινωνία- εκεί ακριβώς που διατείνοντο για το αντίθετο.
Η οριστική πλήξη του πληθυσμού είναι επί θύραις και ένας βασικότατος υπαίτιος είναι τα δώρα και οι γιορτές , καθότι το συλλογικό απόθεμα του ψεύδους και της αυταπάτης γι αυτά (δώρα και γιορτές) εξαντλείται.
Η επαναληπτικότητα δε των φαινομένων εδώ και αιώνες έχει κάνει τις πιο εκλεπτυσμένες συνειδήσεις , να έχουν εδώ και καιρό αμφισβητήσει κατ’ αρχάς τις δύο αυτές κορινθιακές κολώνες του απερχόμενου και απαρχαιομένου πολιτισμού και κατά δεύτερον λόγο να απέχουν διακριτικά από αυτές εφευρίσκοντας παράλληλα άλλους τρόπους σχέσης.
Το δώρο και οι γιορτές υπήρξαν πάντα και είναι ακόμη τα βασικά στηρίγματα των θρησκειών και της εξουσίας, είτε συλλογικής , είτε ατομικής.
Το τέλος του δώρου και των γιορτών ενέχει το σπέρμα της ελευθερίας και της ολοκλήρωσης του όντος και είναι μια εξόχως επαναστατική πράξη αυτή την συγκεκριμένη ιστορική στιγμή και απαιτεί από τον καθένα ισχυρή θεωρητική οικοσκευή και θαρραλέα πρακτική στάση.

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2007

Οι λέξεις δεν εφάπτονται στην ουσία.
(επανέρχομαι)
Τόσα χρόνια , τόσες έριδες.
Είναι: να σωπαίνεις- για λίγο έστω.
Να επανέρχεσαι μετά με ακρίβεια χιόνος.
Εναποθέτεις-πάντα με τρυφερότητα, τα λίγα λόγια.
Τίποτε δεν επιδιώκεις.
Τίποτα δε ζητείς.
Θα τα εύρουν .
Οι ξεκούραστοι.
Ενός μέλλοντος, όπου οι θεωρίες,
θα αναγιγνώσκονται στα συνεχώς υπό κατεδάφισιν μουσεία τους.

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2007

ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ,13/12/1943



Η ΜΑΜΗ

Το απέναντι σπίτι καιγότανε.
Έπρεπε να βγεί.
Η μαμή πήρε την κουτάλα.
Ακουστήκανε βήματα, άγριες φωνές ξένες, ουρλιαχτά, ένας πυροβολισμός.
Το τράβηξε.
Στο πρόσωπό του είχε μάσκα.
Τυχερό, είπε, τυχερό και το έκανε ένα κύκλο να το δουν κι οι άλλες, δυο –τρεις γυναίκες μαυροντυμένες με μαντήλες, που παραστεκότανε στη λεχώνα .
Μια τηρούσε το σώμα της, μια το παιδί , μια τις άλλες.
Το έβαλε μες το σκαφίδι.
Έκανε συσπάσεις, η μεμβράνη ζάρωνε , το αγρίευε.
Τσίριζε.
Θε μου τι άσκημο.
Δεν ήταν από το νερό , το είχε δοκιμάσει, χλιαρό , χλιαρό , ότι πρέπει, την έκανε χρόνια αυτή τη δουλειά, να δεις που θα σκιάχτηκε μες τη κοιλιά κιόλας, να δεις που φοβήθηκε κι απ’ το φόβο της μάνας, από βραδύς φαινότανε το κακό, δε θέλ’ πολύ να μακελέψ’ ο άνθρωπος, λύκος γίνεται κι αρπάζ’ όποιον βρεί μπροστά τ’.
Την αφαίρεσε με προσοχή, από κάτω προς τα πάνω, ήξερε , της το ’χαν μάθει οι δυο αδελφές οι μαμές απ’ το Πλανήτερο, όταν κοπελίτσα την παίρνανε μαζί στις γέννες.
Άμα το δεις να βγαίν’ με το δέρμα τ’ στο πρόσωπο , να μη σκιαχτείς, να το πάρ’ς και να του το βγάλ’ς από κάτ’ προς τα πάν’, την είχαν ορμηνέψει, γιατί ανάποδα θα το χαλάσεις.
Όμορφο, όμορφο , είπε με χαρά , βασιλοπούλα.
Η μάνα, πια , μ’ ανοιχτά τα πόδια, κουρασμένη από την προσπάθεια και τον πόνο, βαριανάσαινε.
Το μωρό σταμάτησε να κλαίει.
Το πήρε από το σκαφίδι και με αργές, τρυφερές κινήσεις το σκούπισε με μια πατσέτα λευκή με κάτι γράμματα Α. Ζ., στη μπορντούρα.
Το πήγε στο ντιβάνι δεξιά.
Άρχισε να το φασκιώνει, με κάτι πανιά.
Τάδεσε με μια παραμάνα.
Του φόρεσε κι ένα ροζ μάλλινο φανελάκι και μαλακά ακούμπησε το κεφαλάκι του στο κεντητό μαξιλάρι με τα τριαντάφυλλα.
Βάλτου κι αυτό , είπε μια θεια και με το δεξί της χέρι, χέρι σκληρό , απ’ τα πλυσίματα στη γούρνα κι απ’ τα σκαψίματα στα χωράφια, και της έδωσε ένα φυλαχτό με σταυρουδάκι.


Το πέρασε ψηλά πάνω από την καρδιά.
Σήκωσε το βλέμμα, το καντήλι στα εικονίσματα έκαιγε ακόμα, άπλωσε το χέρι της πήρε μια εικόνα, του Αγίου Στυλιανού ήτανε, προστάτης των νηπίων, την κράτησε ευλαβικά κάτω από τη μασχάλη της και πήγε προς το καφέ σκούρο σκρίνιο με το ραγισμένο καθρέφτη .
Πήρε το κοντύλι, που είχε αφήσει πάνω στο μάρμαρό του, γύρισε τον Άγιο και από πίσω έγραψε πάνω στο ξύλο: Καλάβρυτα 13Η Δεκεμβρίου 1943, με κάτι ωραία στρογγυλά γράμματα που τις τα ’χε μάθει εκείνος ο δάσκαλος στην πρώτη τάξη του δημοτικού, που επέμενε τόσο πολύ στην καλλιγραφία λες και δεν υπήρχε άλλο μάθημα.
‘Μια φορά μάλιστα-τι σου είναι ο άνθρωπος, πως μου ’ρθε τώρα;- είχα αποφασίσει μια ολόκληρη βδομάδα να αφιερωθώ μόνο σ’ αυτή.
Τα έχω ακόμα εκείνα τα τετράδια με τις διπλές γραμμές.’
Γύρισε στον καθρέφτη.
Το ράγισμά του περνούσε απ’ το δεξί της μάτι, το φως της λάμπας με το γυαλί της μαυρισμένο, έριχνε ένα γκρίζο αχνό χρώμα.
Ήτανε ιδρωμένη, τα μάγουλά της είχαν μπεί μέσα κάνοντας πιο βαθιές τις πλαινές ρυτίδες.
Το τσουλούφι της είχε ασπρίσει τον τελευταίο χρόνο και τα μακριά της στιλπνά κορακίσια μαλλιά, άρχιζαν σιγά-σιγά να χάνουν τη λάμψη τους. ‘Τι περιμέν’ς’, είπε μέσα από τα δόντια της κάνοντας μια γρήγορη κίνηση αποστροφής και γυρνώντας προς το κρεβάτι άφησε την εικόνα δίπλα στο μωρό.
Φίλησε μια το εικόνισμα και μια εκείνο.

Πήγε προς το παραθύρι.
Άνοιξε το κουρτινάκι, δαντέλα ήτανε, η λεχώνα την είχε κάνει στις ώρες της εγκυμοσύνης, πρόσεξε, όπως τόστριβε, ότι κάτω αριστερά, ένας κόμπος από το νήμα είχε λυθεί.
Ξημέρωνε αργά.
Τη ματιά της την πήρε το φως.
Το σπίτι απέναντι είχε λαμπαδιάσει.
Οι Γερμανοί αγριεμένοι αρπάζανε τους άντρες, τους άντρες τους.
Έβαλε το χέρι στο μάγουλο, Παναγιά μου είπε και γύρισε στις άλλες. Τους παίρνουνε , τους παίρνουνε.
Τρέξανε όλες προς το παράθυρο, καρφώσανε τα πρόσωπά τους, τους γνώριζαν έναν –έναν.
Να κι ο δικός της και της αλληνής ο γιος κι ο πατέρας του μωρού.
Αρχίσανε να κλαίνε.
Βουβά.
Κάτσανε κάτω γύρω απ’ το μαγκάλι, στη φλοκάτη, μια κόκκινη παχιά που την είχε πλέξει η σχωρεμένη, της μάνας η μάνα.

Κοιταχτήκανε.
Μ’ εκείνο τον φόβο του φόβου στα μάτια.
Άρχισε η μια να σκίζει τη φούστα της, η άλλη να χτυπάει με τις γροθιές το στήθος της, να βγάζει τη μαντίλα και να την πετάει στα κάρβουνα.
Γύρισε, περιεργάστηκε το πάπλωμα, κόκκινο στιλπνό, βαρύ από το πολύ μπαμπάκι, το βλέμμα της συνάντησε το δικό της όπως ανασηκώνονταν για ν’ ακουμπήσει την πλάτη της στο τοίχο, βλέμμα τρομαγμένο, αλαφιασμένο.
Από προχτές είχε να τη δει έτσι, μ’ αυτό το βλέμμα, από τότε που την πιάσανε οι πόνοι.
Έξω από το σπίτι ακούγονταν οι φωνές οι ξένες, τα ποδοβολητά.
Η λάμπα τρεμόσβησε για λίγο.
Ανοιγοκλείσανε και των δύο τα τσίνορα, σα να συμφωνούσανε, σα να ξέρανε, σα να είχαν όλα τελειώσει ή ν’ αρχίζανε.

Το μωρό, πιο κει, ήσυχο, με τα μεγάλα του τα μάτια, θωρούσε ψηλά στο ταβάνι τα δοκάρια.

Σα να τα μέτραγε.

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2007

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ





Νάτη.
Αυτή είναι.
Εκεί.
Κρυμμένη πίσω από τα φορτηγά.
Με το βλέμμα, το βλέμμα του μεσονυχτίου.
Να πέφτει το φως.
Φως χλωμό.
Αρρωστημένο.
Να δείχνει τις σκιές.
Κάτι κουτιά.
Δυό τρία άδεια τελάρα.
Ένα φθαρμένο ελαστικό.
Το πρόσωπό της.
Αγριεμένο.
Απ’ τα χρόνια.
Απ’ τα χέρια που το άγγιξαν.
Που τα άφησε να το αγγίξουν.
Θάρθει;
Δε θάρθει;
Περνάει η ώρα.
Ας έρθει.
Όποιος νάναι.
Να ζεσταθεί λίγο.
Εκεί.
Εκεί στη ρόδα του μεγάλου Μερσεντές.
Στην πίσω ρόδα.
Να ανοίξει.
Να τον δεχτεί.
Να φωνάξει πάλι.
Να βρίσει.
Να της κλείσει με τα χέρια του το στόμα.
Να του δαγκώσει τα δάχτυλα.
Να ιδρώσει.
Να ζεσταθεί.
Να ζεσταθεί λίγο.
Γιατί τι να το κάνεις το σώμα;
Τι να το κάνεις το σώμα κρύο;
Παγωμένο;
Τι να το κάνεις το σώμα;
Το σώμα σου χωρίς τον άλλον;
Γιατί, τι, τι να σε κάνεις, όταν κάποιος δεν σε κοιτά;

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2007

ΔΟΚΙΜΙΟ





ΠΕΡΙ ΧΡΗΜΑΤΟΣ


0.Τό χρήμα είναι γέφυρα ανάμεσα στο πνεύμα και την ύλη.
00.Το χρήμα είναι υλοποιημένη ενέργεια.
000.Και για το χρήμα ισχύει το: E=M.C2(τετράγωνο),όπου Μ= χρήμα
0000.Η προσέγγιση του C στο τετράγωνο,από το σύνολο του νοός της ανθρωπότητας,
ισοδυναμεί με το τέλος της εξουσίας της εννοίας της υλιστικότητας, που αντανακλά στο
συναισθηματικό πεδίο του ανθρώπινου όντος και διατηρείται εκεί επί αιώνες.
00000.Η αυταπάτη της υλιστικότητας οδηγεί στην εγωκεντρική χρήση του χρήματος ,που
έχει σαν επακόλουθο αποτέλεσμα την ταύτισή του με την έννοια του ‘κακού’.
000001.Το ‘κακό’,είναι συνώνυμο της διάσπασης.
000002.Το ‘καλό’,υφίσταται εκεί που υπάρχει ηθελημένη τάση για ενότητα και σύνθεση.
000000.Η διαφυγή από το παρόν υλιστικό αδιέξοδο βρίσκεται στην εστίαση στα ουσιώδη
της ύπαρξης και στην αίσθηση ότι: ‘ότι τα χέρια κρατούν σφιχτά,μέλλει να χαθεί’.
0000000.Η αποδέσμευση από την αυταπάτη της υλιστικότητας, οδηγεί στην ελευθερία και
στη συναισθηματική και σωματική υγεία.
1.Κάθομαι και γράφω.
1.1 Για ένα καθ’ όλα ψυχρό θέμα : το χρήμα.
1.1.1 Μου έρχονται στο νου αμέσως οι εξής εικόνες: ένα σώμα νεκρό, η ροή ενός ποταμού, και το ωραίον πρόσωπο του θεού των ποταμών Ώλγανου.
1.2 Όποιος έχει φιλήσει νεκρό το ξέρει. Δεν υπάρχει πιο ψυχρό στοιχείο επί της γής.Το μάρμαρο είναι θερμαντικό υλικό μπροστά του.
1.3 Το ίδιο συμβαίνει και με το χρήμα, όταν ‘παγώνει’,όταν κατακρατείται, όταν δεν διανέμεται.
1.3.1 Κρυώνει η ψυχή,θλίβεται.
1.3.2 Η απόλαυση, η χάρις και η χαρά χάνονται.
1.3.3 Μια Αφρική, μια Νότιος Αμερική, μια Ασία πεθαίνουν.
1.4 Είναι τυχαίο που η υλοποιημένη αυτή ενέργεια κατακρατείται στο κατ΄εξοχήν παγωμένο βόρειο ημισφαίριο του πλανήτη;
1.5 στο 1.1.1 Ο ωραίος θεός δακρύζει.Το φράγμα δεν επιτρέπει τη ροή και τη διανομή των πόρων,όπου υπάρχει η ανάγκη.
1.6 Ο φόβος κυριαρχεί, η ανασφάλεια στους κατέχοντες, το δύστροπον του χαρακτήρος και η απολυταρχία.
2. Το θέμα του χρήματος δεν έχει να κάνει με πρόσωπα.
2.1 Έχει να κάνει με έννοια.
2.2 Την έννοια του υλισμού.
2.2.1 Η έννοια του υλισμού είναι συνώνυμη της μόλυνσης.
2.3 Έχει άμεση σχέση με τον κατακερματισμό,τη διάσπαση και τη διατηρησή της.
2.4 Με τη συνειδητή παρεμπόδιση της ενότητας.
2.4.1 Με τη διατήρηση του πιο εγωκεντρικού στοιχείου στην ανθρώπινη ατομικότητα.
2.4.2 Με τη τσιγκουνιά ή την ασωτεία, τόσο στο υλικό όσο και στο συναισθηματικό πεδίο.
2.4.3 Με την παντελή έλλειψη γενναιοδωρίας, τόσο στον εαυτό όσο και στους άλλους.
2.5 Ένα παιχνίδι αυτοκαταστροφής, που ηδονικά θέλει να τους πάρει όλους μαζί του.
2.5.1 Η βασική εντροπία του ανθρώπινου συστήματος.
2.6 Η απομονωμένη κατάσταση ,που δεν επιθυμεί να έρθει σε ουσιαστική επαφή με κανέναν και με τίποτα και που αυταρχικά διατηρεί το οχυρό της, εποπτεύοντας αυτάρεσκα
από ψηλά τους υπηκόους , που εκλιπαρούν για λίγη κατανόηση.
3. Η ανεργία είναι η βασική δύναμη κρούσης της εννοίας του υλισμού και της ιδεολογίας
του χρήματος που τον στηρίζει.



3.1 Η επιβεβλημένη μη διοχέτευση της ενέργειας τόσων δισεκατομυρίων και ιδιαίτερα νέων ανθρώπων σε έργο και η στέρηση να δουν το μόχθο τους να ‘δικαιώνεται’, έστω
και κατ΄αρχάς με ένα εισόδημα, ισοδυναμεί με έγκλημα-ηθελημένο- κατά της ανθρωπότητας.
3.2 Καμμιά οικονομική θεωρία ή ‘διευθέτηση’,απ’ όπου κι αν προέρχεται,δεν θα μπορέσει
σε λίγο καιρό να συγκρατήσει την ογκούμενη οργή των δισεκατομυρίων μεγατόνων εγκλω
βισμένης συλλογικής ενέργειας των ανέργων του κόσμου να εκραγεί.
4. Η εξέγερση είναι κατ΄αρχάς εσωτερική.
4.1 Τα ψυχικά αποθέματα των ανθρώπων έχουν εξαντληθεί.
4.1.2Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη.
5.Ο καπιταλισμός δε θα πέσει για κανένα άλλο λόγο.
5.1 Παρά από την εμμονή μιας πολύ συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων να συσωρεύουν και να κατακρατούν το χρήμα με ιδιαίτερα υπεροπτικούς, ευφυείς και συγκεκριμένους τρόπους και η μέχρι θανάτου άρνησή τους να το διανείμουν στους συνανθρώπους τους.
6. Η χρήση που γίνεται στο χρήμα είναι η βασική αρχή της ασθένειας του πλανήτη.
6.1 Ο πλανήτης νοσεί βαρειά , λόγω της μη ορθής διανομής της ενέργειας του χρήματος.
7. Το επόμενο οικονομικό σύστημα θα βασίζεται στην ορθή και σοφή διανομή του χρήματος.
8. Η πλειονότητα των ανθρωπίνων όντων έχει κουρασθεί από την αυταπάτη του υλισμού.
9. Το χάος και η έλλειψη σκοπού που δημιουργούνται απο΄το φόβο και την ανάγκη δεν
έλκουν ποτέ την ενέργεια του χρήματος.
9.1 Η αίσθηση επίσης των εργαζομένων ότι οι ίδιοι δεν είναι δημιουργοί, αλλά ότι κάνουν
κάτι για κάποιον άλλον, κατευθύνει την ενέργεια του χρήματος προς το κεντρικό πρόσωπο
μιας εταιρίας ή προς την ηγετική της ομάδα.
10. Στη βάση αυτών των δύο μεγάλων ομάδων- εργοδοτών και εργαζομένων- και σε σχέση πάντα με το χρήμα ,βρίσκεται ο φόβος του θανάτου, με τελείως όμως διαφορετική
οπτική για την κάθε μια.
10.1 Οι μεν εργοδότες από τη μια –σε συλλογικό επίπεδο και ασυνείδητα- ελπίζουν ότι
η θερμαντική δύναμη που προσφέρει η συσώρευση χρήματος, θα τους μειώσει την
ανασφάλεια και το φόβο και ότι θα ζεστάνει την απόγνωσή τους από την κατ’ επιλογήν
και μετ’ επιμελείας απόκρυψη από τους ίδιους τους εαυτούς τους ότι είναι θνητοί.
10.2 Από την άλλη, οι εργαζόμενοι δεν εξεγείρονται γιατί υπάρχει στη συλλογική μνήμη
αυτής της ομάδας,ο φόβος του θανάτου και της σωματικής βίας που προέρχεται στην από και ανά τους αιώνες επαναστατική τους δράση , που κατέλειξε σε αιματοχυσία.
11 Η όλη αναδιανομή και ορθή διαχείρηση του χρήματος-πέραν των εγγυοβελτιωτικών
έργων ,που μπορούν να γίνουν μέχρι τότε- περνά μέσα από την ατομική και συλλογική
προσπάθεια της ανθρωπότητας να κατανοήσει το φαινόμενο του θανάτου.
12 Η αλαζονική,εγωκεντρική και παιδικής μεγαλομανίας στάση για μια επί της γης αθανασία-της οποίας η κατακράτηση και το ‘πάγωμα’ του χρήματος είναι η μεγάλη αυταπάτη- και η μη αποδοχή της θνητότητάς μας ως σώματα ,έχει οδηγήσει την ανθρωπότητα στην μέχρι τώρα μειωμένη βίωση της ζωής σ’ αυτόν τον πλανήτη.
13. Με την εξάλλειψη του φόβου του θανάτου,η φυλή των ανθρώπων θα ενωθεί και το
χρήμα-με τη νέα του μορφή- θα είναι το μέσον και όχι σκοπός, για την επίγεια παραμονή
των όντων επί της γής.
14.Για την επίτευξη όλων αυτών ,οφείλει κανείς να καταπιαστεί συνειδητά,οργανωμένα και μεθοδολογικά-πέραν των άλλων του δραστηριότητων- με το θέμα του θανάτου.
15. Γι αυτό και σ’ αυτό ,οφείλει να είναι γενναιόδωρος ως προς το χρόνο και να μη φείδεται χρημάτων.