Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2007

Η ΑΥΡΙΟ [ Ξανά....]


Ψάχνοντας για πατρίδα , εγώ ο πρόσφυγας-ο δυο φορές- μια τ’ ουρανού και μια του Ελλησπόντου, κατοίκησα τη γλώσσα.
Στη γεωγραφία της βρήκα τις χαμένες πατρίδες , πατέρα και μάνα, σύμφωνα και φωνήεντα, φωνές και σιωπές , χτίσματα, ερείπια, νέες επαύλεις, θανάτους κι έρωτες.
Στους ρυθμικούς της αριθμούς κοιμήθηκα και στις ενοράσεις της αύριο άλογα όντα λόγον ενεδύοντο.
Ο Ωκεανός αυτός ήταν το νησί μου.
Εκεί περπατούσα τα μεσημέρια και στις οικειοθελείς αγρυπνίες μου ιδεογράμματα άναβα για ζέσταμα.
Έβλεπα τους ήχους των λέξεων, σχήματα, πυραμίδες και δωδεκάεδρα, πλευρές πολύχρωμες , με ευωδιές νυχτολούλουδων της βροχής.
Πατρίδα : τα λόγια που κρυφτήκανε, για να βγουν τα άλλα, τα επικά της φθοράς , μηρυκασμοί ανδρών δίχως ρίζες, με όρχεις άνευ σπέρματος, σπορείς δεινών μόνον, άνδρες με τ’ αχαμνά τους ρυτιδωμένα από την έλλειψη κόλπου θερμού, που πιάσανε και παίζανε μια με τα λόγια μια με το πουλί τους, με τα χώματα αυτά και να το’97, το ’22, το’ 36, το ’46, το ’67 , η εικοστή Ιουλίου του χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα.
Άντρες αναιδείς, του πεπρωμένου κλέφτες.
Και οι άλλοι, όλοι οι άλλοι, που φτιάχνανε πατρίδες εδώ και έναν αιώνα και κάψανε τη χαρά στις μάνες και στις αδελφές.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς;
Κανείς να μην πιστεύει πια κανέναν!
Να τους κοιτάτε στα μάτια.
Νεογέννητα κοιτάχτε τους γονείς σας στα μάτια .
Έφηβοι , βαθειά μέσα εκεί τους δασκάλους σας.
Μη δίνετε τίποτα σε κανέναν.
Δείτε αν κατοικεί κάπου, αν έχει σπίτι, αν έχει γλώσσα, καρίνα και έρμα το σκαρί του.
Πετσοκόφτε τους.
Αλλάξτε τους δέρμα.
Κανέναν να μην εμπιστευθείτε.
Κανέναν μεγάλο.
Αφανήστε τους.
Κοιτάξτε αλλού.
Φτιάξτε γλώσσα.
Κατακτήστε την.
Μοίρα δεν υπάρχει όταν σκοτώνεις το φόβο.
Περπατήστε την πλήξη σας, την απόγνωσή σας, την απελπισία σας.
Σωπάστε και αφήστε τους να πνιγούν με το ίδιο τους πηχτό αίμα.
Μη τους τροφοδοτείτε άλλο.
Ούτε καν με το θυμό σας.
Νεκρώστε τους.
Βρείτε πατρίδα.
Εκεί που η μνήμη τελειώνει και αύριο δεν υπάρχει.
Έξω από το χρόνο και μέσα στην οδύνη.

Επιστρέφω ξανά και ξανά στην κατοικία μου.
Γράφω ποιήματα.
Φυσάει βοριάς.
Δυναμώνει το πυρ.
Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι επιταγχύνεται η πυρπόληση των ιδεολογιών , αυτών των σεληνιακών κυρίων της σήψης;
Τελειώνουν οι τέχνες όπως τις ξέρατε.
Χάνονται είδη από καιρό νεκρωμένα, συλλαβές παγετώνων.
Αναδύονται κατά κύματα ωκεανοί γαλαξιών.
Νεογνά φωσφορίζοντα , νήπια ποιητές, από γονείς ποιητές , συγγράφουν σε έπη βαθυγάλαζα, με μια ματιά , με ένα νεύμα το πεπρωμένο μας.
Η ιστορία δεν ήτανε για μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: