Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2007


Άνδρας φίλεργος
Λιθοξόος μαυσωλείων
Αυγή ιώδης
Άμα γυρίσω από κει
Που ’τε θεοί γυρνούνε
Θε να σου φέρω πούπουλα
Από τα μεσαστέρια
Γιρλάντες ηλιοκέντητες
λόγατα πενεμένα
Να τα ’χεις να πορεύεσαι
Εδώ στον ξένο τόπο.


Έλα μπρε Χάρε Χάροντα
Φέρε και τους δικούς σου
Σ’ έχει πονέσει η καρδιά μ’
Μέσα στα τόσα χρόνια
Όλο μονάχοσ’ έρχεσαι
Και όλο μουτρωμένος.


Αν θες να διείς ονείρατα
Απ’ τον απάνω κόσμο
Έλα σε με μία νυχτιά
Έλα με κοντοβράκι
Να κυλιχτούμι τσίτσιδοι
Μέσα στον αχερώνα
Να διείς όλα τα σάβανα
Νά ’ναι λαμπαδιασμένα
Να ’κούσεις και τα σήμαντρα
Από τον κάτω κόσμο
Να διείς και τη μανούλα σου
Σα γένναγε εσένα.

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2007

Όλα τα παιδιά είναι ανορθόγραφα,
μ’ εκείνη την ανορθογραφία της μνήμης που ψάχνει να βρει τον τόπο της.
Κι όταν καμιά φορά κοιμηθούν ,
αρχίζουν τις κουβέντες μεταξύ τους, το ένα εδώ ,
το άλλο στην Αμερική, το άλλο στη Ρωσία.
Και διευθετούν τα του κόσμου.
Κάθε μωρό φέρνει τη γλώσσα του
κι είναι η ίδια η σιωπή που τα κάνει να μιλούν τη μοναδική γλώσσα.
Δεν είναι η περιοχή του Broca η χώρα των προγόνων.
Είναι το κενό ,ανάμεσα σε συνάψεις γαλανές, που φτιάχνει τα ονόματα.

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2007

Η ΗΔΟΝΙΚΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ



Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
να ΄ναι τα χρόνια δίσεχτα¨ πόλεμοι χαλασμοί ξενιτεμοί¨
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει¨ το κυνήγι
ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλλούς τα σκάγια¨

Γιώργος Σεφέρης : ΚΙΧΛΗ, το σπίτι κοντά στη θάλασσα

Μεταφέρεται η θλίψη¨ με τον άνεμο. Από άτομο σε άτομο κι από γενιά σε γενιά.
Μεταφέρεται και ο νόστος της¨ σαν το μόνο σημαντικό γεγονός της ζωής.
Ηδονικά παραμένει κανείς στην νοσταλγία της.
Καθηλώνεται εκεί¨ γίνεται πέτρα.
Μέσω αυτής επιβεβαιώνει την ύπαρξή του.
Η μνήμη ξέρει μόνον αυτή.
Παραμένει σ’ αυτήν.
Ότι και να κάνει ένα άτομο ή ένα Έθνος από αυτήν εκκινεί, σ’ αυτήν έχει αναφορά.
Δεν την επεξεργάζεται όμως, δεν εμβαθύνει, δεν ψάχνει για τα αίτια, αποφεύγει τη μετωπική σύγκρουση μαζί της,
την παραδοχή της, το αναπόφευκτον μιας οδυνηρής αποκάλυψης.
Και γιατί να το κάνει;
Κι αν το κάνει τι άλλο πιό δυναμικό, πιό ιστορικό, πιό εντυπωσιακό θα έχει να βάλει στη θέση της;
Την πεζή καθημερινότητα ή την επικίνδυνη και μη αναγνωρίσιμη εισροή της χαράς;
Χίλιες φορές αυτό που ξέρουμε, αυτό που μας δώσανε.

Έτσ’ τα βρήκαμε παιδάκι μ’, τι θες και τα σκαλίζ’ς;’

Τη συλλογική ηδονική νοσταλγία της θλίψης ενός ολόκληρου Έθνους,
επιμελώς και σκοπίμως συντηρεί και επικροτεί η εξουσία,
αφελώς δε και αυτάρεσκα οι περί την τέχνην.
Στο άμεσο μέλλον ή στο μέλλον δεν θα υπάρχει ή δεν θα πρέπει να υπάρξει τέχνη που να αντλεί ‘έμπνευση’ από αυτή τη νοσταλγία.
Η ίδια αυτή τέχνη συνηγορεί στη διατήρησή της ηδονικής νοσταλγίας της θλίψης και άρα, συμμαχεί με την εξουσία ,εκεί ακριβώς που θεωρεί ότι τη διαβρώνει.
Με ισχυρή θέληση και αποφασιστικότητα ο καλλιτέχνης οφείλει να μη βάζει μέσα στην τέχνη του τέτοια στοιχεία. Οφείλει αφού εξερευνήσει εαυτόν και τα αρχέτυπα της φυλής του και κατανοήσει πόσο ποσοστό νοσταλγίας και ηδονής έχει από την παραμονή του στην οδύνη, να προτείνει έργο χωρίς αυτήν την αναφορά.
Να δούμε- επιτέλους- πια μπορεί να είναι αυτά τα έργα, αν θα υπάρξουν.
Μπορεί και να μη γίνει κανένα έργο πια, μπορεί να μη χρειάζεται, μπορεί να μας αποκαλυφθεί το μέγα άλλοθι της τέχνης: η ηδονή της οδύνης και η νοσταλγία της.
Μπορεί το μόνο έργο τέχνης να είναι αυτό τούτο το έργο της ζωής και η άσκηση στην τέχνη του ζειν,στην οποία αυτή την 'άσκηση της τέχνης του ζειν', η ηδονική νοσταλγία της θλίψης επιμελώς και οικειοθελώς θα παραμερίζεται.

‘Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μου
τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες
σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει.
Πάρ’ το, σου το χαρίζω¨
δες, είναι ξύλο λεμονιάς…’

Γιώργος Σεφέρης: ΚΙΧΛΗ, το ναυάγιο της ‘Κίχλης’

Μπορεί ακόμα να έχουμε, την ηδονική θλίψη ενός λαού, που παραμένει νωχελικός ,ασαφής και χαώδης,
νοσταλγώντας μια παιδική ηλικία- όσο οδυνηρή κι αν υπήρξε-και αρνούμενος πεισματικά να αποταυτισθεί απ’ αυτήν.
Αρνούμενος να ενηλικιωθεί, αποδεχόμενος το τέλος μιας πράξης και ενός θανάτου που έχει προ πολλού συντελεσθεί και την οποία τελετή αλαζονικά αποποιείται και επιδεικτικά αρνιέται να παρευρεθεί,αποφασίζονταςνα θρηνίσει
γοερά και ομαδικά το τετελεσμένον,επιμένοντας έτσι στον κατακερματισμό της ύπαρξης του και στη μη σύνθεσή της.
( Για ένα άτομο και ένα Έθνος, αυτή η παραμονή ,είναι το μέγα εμπόδιο και η μεγάλη καθυστέρηση στην κατάφαση της ζωής.)
Η μη αποφασιστική ατομική και συλλογική επεξεργασία και ο ενσυνείδητος απεγκλωβισμός
από την ηδονική, αυτάρεσκη και αυνανιστική παραμονή στη θλίψη είναι –δυστυχώς-
η σύγχρονη μεγάλη ιδέα ( πλάνη ) του γένους των Ελλήνων.
Είναι επιτακτική η ανάγκη να σταματήσει η επέλαση προς τα ανατολικά της λύπης μας
και θαρραλέα να επαναστατήσουμε ενάντια σε μια νοσταλγία που μας καθηλώνει ,
τόσο στις μεταξύ μας σχέσεις, όσο και στην ευφυία μας, τη δημιουργικότητά μας,
μας κλείνει την καρδιά και μας αφήνει έξω από την επικείμενη εισροή της ζωής.
( Η όλη εισήγηση έχει την υποσημείωση του κατεπείγοντος.)
Είναι θλιμμένο το Έθνος μας.
Βαθιά θλιμμένο, μ’ ένα μελαγχολικό, χρόνιο πένθος.
Η αποδοχή και η επιμελής επεξεργασία της θλίψης μας: ιαματική.
Η παραμονή μας στην ηδονική νοσταλγία της: μια νέα ( ψυχολογική ) Μικρασιατική καταστροφή.

"Η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε,
ο τύραννος μέσα απ’ τον άνθρωπο έχει φύγει,
κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες
τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης.
Όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει,
στο φως¨
Γιώργος Σεφέρης: ΚΙΧΛΗ, το φως

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2007

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2007

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2007

μέσα στα δωμάτια των πόλεων
κυοφορείται ο θάνατος
δεν ξέρω τι θα διατηρηθεί
εδώ δεν προτείνονται νέες μορφές
εδώ το ζώο εξαγριώνεται
ο άνθρωπος συνθλίβεται από τη νόηση
και συνθλίβει την ύπαρξη
αυτοδημιουργείται και αυτοκαταστρέφεται
η τρομαχτική εντροπία του ανθρώπινου ζώου
η ουσία που δεν διέφυγε και συντρίβει
το αναπότρεπτο του γεγονότος
ο διακαής πόθος της ερημίας
ο έρωτας με τα πάθη
η ελευθερία της καταστροφής
ο οριακός πόνος και η χωρίς όρια έκρηξη
τα δέντρα οι θάλασσες ο αέρας
τα κοπάδια με τις γαζέλες και τις ζέβρες
οι κρίνοι και τα ρόδα
η σμέρνα
η νέα εξέλιξη των ειδών
ο πίθηκος
τα γυμνά νήπια του πρωϊνού
η αιμομιξία της αγάπης.


Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2007

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ, ΟΙ ΠΝΕΥΜΟΝΕΣ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ
Είναι καλό να μην ξέρεις κάποιον που έχει γράψει ένα βιβλίο.
Καμμιά φορά , αν και όχι πάντοτε, επιρρεάζεσαι από τη φυσιογνωμία,
τις απόψεις του, τις μέτριότητές του.
Ξεχνάς ότι όταν κανείς γράφει , είναι λίγο ή αρκετά πιο πάνω από τις συνήθειές (του).
Είναι ωραίοι οι άνθρωποι στην τέχνη τους.
Εκεί συναντώνται.
Στην καθημερινότητά τους είναι συνήθως μικροί, ελάχιστοι.
Γι αυτό,ίσως, να εδόθη η τέχνη.
Για ανάταση και εξύψωση.
Οι πνεύμονες μαζεύουν τη θλίψη, τον πόνο, το γιατί της ζωής.
Δεν ξέρει κανείς γιατί διαλέγει μια δουλειά ή όταν ξεφύγει από την ανάγκη,
μια ειδικότητα τέτοια που επικεντρώνει σ' έναν και μόνον αποκλειστικό σκοπό,
για τον οποίο μπορεί να κατηγορηθεί για την επιμονή του σ' αυτόν, για μονομέρεια ή και για αδιαφορία.
Και η ποίηση είναι μια ειδικότητα.
Κανείς δε γνωρίζει γιατί το πνεύμα επιμένει να γράφει ποιήματα.
Ίσως για να λυτρώσει τους πνεύμονες από τα ιζηματογενή πετρώματα της θλίψης.
'Ισως για να βγει με λέξεις η πνοή που εγκλωβίστηκε στα ορυχεία της άγνοιας, του φόβου και
της καταπίεσης.
Πως ζει ένας που γράφει;
Πως ζει ο ποιητής;
Πως πεθαίνει;
Πεθαίνει ο ποιητής;
Ή τρυφερεύοντας κάθε φορά, εξαϋλώνεται σιγά-σιγά και έτσι εγκαταλείπει οικειοθελώς το κορμί
και όταν φύγει η πεπάλη των χρόνων ή όταν γίνει ποίημα ,
αναδύεται η χαρά και η μνήμη της;
Γιατί τι είναι ο ποιητής;
Ερευνητής, εξερευνητής της χαράς των πραγμάτων.
Αυτή ψάχνει μες στο σκότος. Αυτή στο τέλος αναδεικνύει.
Γιατί τι είναι η ζωή;
Αυτό που λησμονήθηκε να φανερωθεί.
Δείτε από τι θνήσκουν οι ποιητές.
Ενσυνειδήτως απορροφούν τη θλίψη του κόσμου, την επεξεργάζονται, την μεταπλάθουν,
βγάζουν ότι μπορούν και με όση αντοχή τους απέμεινε γράφουν, γράφουν
για να εισακουσθούν από τον κόσμο, τον εκλιπαρούν να μην επανέλθει και πάλι στα κοινά ,
τα ευτελή , τα κατακερματισμένα.
Και οποία ταπεινότης, δεν επιβάλλουν τίποτα, δεν φωνασκούν.
Διαβάζεται από λίγους η ποίηση, αλλά αυτό δεν έχει καμμιά σημασία.
'Απαξ και τυπωθεί , έχει γειωθεί και έχει αυτόματα καταγραφεί στο συλλογικό ασυνείδητο και
νομοτελειακά περιμένει την ώρα να αποκαλυφθεί και να πραγματωθεί ως γεγονός.
Είναι φύλακες οι ποιητές.Κρατούν τα μυστικά του κόσμου.
Η ποίηση είναι η πρακτική εφαρμογή της ψυχής.
Ότι γράφεται ποιητικά μπορεί να μη γίνεται έργο αμέσως, πράξις, διατηρεί όμως με ασφάλεια
την αθωότητα και τη δύναμη ενός μελλοντικού συμβάντος που τελεσιδίκως θα συμβεί.
Ας μη τη διαβάζει την ποίηση ποτέ , κανείς.
Δεν πειράζει που δεν πουλάνε οι ποιητικές συλλογές.Αρκεί που γράφονται και να εκδίδονται.
Άμα τη εμφανίσει , σ' εκείνα τα μικρά ολιγοσέλιδα βιβλιαράκια, το έργο έχει τελεσθεί.
Ο μόχθος της ποιήσεως έχει καθαρίσει τον αγωγό της φθοράς από το πουρί του
και το φως εισέρχεται ανεμπόδιστο και επιτελεί το σκοπό.
Το πνεύμα, άϋλο, βρήκε στην καρδιά την ύλη που ερωτεύτηκε.
Το αίμα θα είναι καθαρό, οι βρόγχοι δε θα κουράζουν πια τα μέλη και τα πνεμόνια
θα ανοίγουν για να φανούν τα στήθη τα αντρίκια και των γυναικών οι λοφίσκοι
με το ξωκλήσι τους.
Όλοι χρήζουμε εντατικής θεραπείας.
Τα αναπνευστικά προβλήματα και οι διάφορες παθήσεις στην περιοχή του θώρακα,
δεν οφείλονται μόνον στα περιβαλλοντικά προβλήματα.
Οι ποιητές το γνωρίζουν, γιατί όλοι είναι κατ' ειδικότητα πνευμονολόγοι
ή και οι πνευμονολόγοι -όλοι-οφείλουν να γίνουν ποιητές
συμπαρασύροντας σ' αυτό και τους ασθενείς τους.