Κυριακή 30 Μαρτίου 2008

ΜΥΡΙΝΑ


Η χαρά έρχεται από μακριά.
Όπως κάθε κύμα που το επικαλείται
ο Ρωμέϊκος ή ο Τούρκικος γιαλός.
Επανέρχεται η όραση.
Αυτό που σου μάθανε:
ότι, επί παραδείγματι,
τα βλέπεις όλα αντεστραμμένα
στη βάση του κρανίου ,
δεν ισχύει.
Ξεκινάς από το Οινοποιείο- την Ένωση- και
πας προς τον Αυλώνα.
Περνάς την στενωπό της Αγοράς.
Λες, εκεί στον Πλάτανο,
‘μόλις πατήσω το γεφυράκι
της ΔΕΗ, θα επιστρέψω’.
Από τον ίδιο δρόμο.

Σάββατο 29 Μαρτίου 2008

Ο ΔΡΑΚΩΝ


Ο Δράκων είχε δάχτυλα
πολλών λογιώ και μαύρα
τόνα κοιτούσ' ανατολή
τό άλλο πα στη δύση
το τρίτο και το τέταρτο
τον μαύρο αφαλό του
το πέμπτο το χτικιάρικο
κοιτούσε κατά μένα.
Τι θέλεις Δράκο τον ρωτώ
τι θέλεις από μένα;
Θέλω μου είπε με φωνή
στριφτή βραχνιά και γκρίζα
να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά
να μου κρατάς το χέρι
να τρίψεις με οινόπνεμα
το πονεμένομ' στήθος.
Είμαι αιώνες μοναχός
αιώνες σκοτισμένος
πάει καιρός που έπαψα
Δρακογεννιές να θρέφω
θέλω κι εγώ μια συντροφιά
θέλω σεντόνια άσπρα
για όλ’ αυτά που έκαμα
θέλω να απαγκιάσω
σε μια γωνιά σ' ένα μεντέρ'
στην άκρια του κόσμου
να γιάνω απ' τα βάσανα
κι απ' την κακιάν την ώρα
να ζήσω πια σαν άνθρωπος
πίνοντας καφεδάκι
που από φόβο φόβιζα
εγώ τους φοβισμένους
που φοβιθήκανε κι αυτοί
εμέ το φοβισμένο.
Μακάρι νάρθει η στιγμή
κι αυτή η άγια ώρα
πούλοι μαζί ξεφόβητοι
χορό θε ν' αρχινίσουμ'
και πρώτος πρώτος χορευτής
εγώ ο μαύρος Δράκος
π' απ' τον ιδρώτα τσι χαράς
θα πέσω να ποθάνω
για να τελειώσ' η βάσανος
όλα τα μαύρα χρόνια
να λυτρωθούνε τα στοιχειά
και όλες οι κακίες
να 'ρθούνε μέρες έμορφες
νύχτες με πεφταστέρια
να γίν' η γης μια αγκαλιά
και να τελειώσ' ο φόβος
που ήρθε και κατοίκησε
αυτός σε ξένο τόπο
να πάει να ξεκουμπιστεί
στου Κρόνου τα λιμέρια
να κάνει στο δαχτύλιο τ΄
το γύρο του θανάτου.
Εδώ να μείνει η χαρά
η αφοβιά κι ο λόγος.
Ο Λόγος που 'ναι τσι καρδιάς
αυτός που πάντα είναι.
Αυτά τα λόγια να σου πω
και πάψε να φοβίσαι
ο Δράκος κι αν πάντα ήτανε
ποτέ του δεν υπήρξε.

Σάββατο 22 Μαρτίου 2008

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ





Πεθαίνει κανείς;
Κι αν ναι, ποιος είναι ο δικός σου θάνατος;
Ποιος ο δικός μου;
Πως πεθαίνει κάποιος;
Αυτό είναι το βασικό ερώτημα.
Πως πεθαίνεις.
Το άλλο, το ότι πεθαίνουμε , το γνωρίζουμε αιώνες τώρα , είναι ένα καθημερινό γεγονός. Το πιο καθημερινό.
Ο κάθε θάνατος είναι μοναδικός.
Ανεξάρτητα από τη γνώση της διαδικασίας, ο κάθε θάνατος αφορά αυτόν και μόνον που τον βιώνει.
Όλα τ’ άλλα είναι πως βλέπει κανείς τα πράγματα ‘απ’ έξω’ και δεν ενδιαφέρει καθόλου τον θανόντα.
Σ’ αυτό το πως, πρέπει να επικεντρωθούμε.
Είναι η πιο κορυφαία στιγμή ενός ένσαρκου όντος.
Μοναδική, ανεπανάληπτη.
Αφορά, κάθε φορά, και μόνον, το συγκεκριμένο όν.
Μπορεί η ζωή που έζησε μέσα στις τόσες ομίχλες των θεωριών , των ιδεολογιών, των αυταπατών , των πλανών να μην υπήρξε ποτέ η δικιά του ζωή, πράγμα ανά τους αιώνας το πλέον σύνηθες - αυτόν τον κόσμο ώσπου να τον αντιληφθείς σε ξεκληρίζει- η στιγμή του θανάτου όμως, είναι κυριολεκτικά αποκλειστική του υπόθεση.
Εννοώ πάντα το πώς, τον τρόπο.
Εδώ, πλέον , είμαι εγώ με εμένα , με όλα μου τα υπάρχοντα.
Εδώ το παιχνίδι τελειώνει.
Το ψεύδος.
Το κάθε ψεύδος.
Η στιγμή, η χωρίς ενδιάμεσα, η δίχως εκκρεμότητες.
Το άρρητο του ρητού ή το ρητό του αρρήτου.
Η επαφή.
Νοιώθω, έχω μια βαθιά συμπάθεια, έρωτα, για
όλους αυτούς που πέθαναν πριν από εμένα.
Γι αυτό το ιδιαίτερο πως του καθενός.
Όλοι τους υπήρξαν συγγενείς μου.
Όλοι τους, με τον δικό τους προσωπικό τρόπο
εξόδου, υπήρξαν ήρωες.
Μέλλει και σε μένα να πράξω το ίδιο.

Σάββατο 15 Μαρτίου 2008

ΚΥΡΗΝΗ


Περνώντας τα χρόνια
ή μάλλον,ας το πω αλλιώς :
η σοφία εγκαθίσταται
δίχως παλινδρομήσεις-όπως
κάθε σοφία εξάλλου-
εξαίφνης; αποκαλύπτεται ότι:
μόνον ο χώρος υπάρχει ή υφίσταται ή είναι.
Αυτομάτως επανέρχεσαι.
Στην Κυρήνη:
όπου η αθωότης των πελμάτων
προμήνυε
τον επικείμενο βηματισμό.

Σάββατο 8 Μαρτίου 2008

( οκτω μαρτιου ) χ ( δυοχιλιαδες οκτω )

η βροχή όπως πέφτει
σχηματίζει κορίτσια
που επιθυμούν τα όνειρά τους.

Οι ρόγες και οι γλουτοί
Διαφέρουν ως προς την ποσότητα
Των σταγόνων.

.το φως είναι παντού ίδιο.
Μόνον εντός των ψυχών επιταγχύνεται.

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2008

το βλεμμα



ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Τον κοίταξα μέσα στα μάτια.
Πως βλέπει ένας τυφλός;
Με την αφή του αμφιβληστροειδούς, ίσως.
Με επιτηρούσε.
Ασφαλώς και έβλεπε το χρώμα των οφθαλμών μου, το πιο παχύ κάτω χείλος, τη ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια.
Αργά άρχισε να κλείνει τα βλέφαρα..
‘ Η γέφυρα ανάμεσά μας έχει για μένα εφτά χρώματα και για σένα είναι από πέτρα. Χρήσιμα και τα δύο.’
Μου κράτησε το χέρι.
Του μίλησα, του περιέγραψα ότι παρατηρούσα.
‘Φτιάξ’ τα μου λέξεις. Οι λέξεις θρέφουν την εικόνα. Οι λέξεις είναι γέφυρες’.
Κι εκείνος, μου αφηγήθηκε τις ιστορίες του κόσμου.
Την ιστορία μετά τη βροχή, για το μεγάλο τόξο.
Έτσι ζήσαμε.
Αυτός ήταν ο πατέρας μου.
Τον βλέπω τώρα.
Ενταφιάζεται καιόμενος.
Ο κατά κόσμον:
Όμηρος Οιδίπους Μπόρχες .