Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2008

TO ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΤΕΡΑΤΟΣ/ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ



''Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος πάει να πει ότι του μοιάζει.Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι να συνηθίσουμε τη φρίκη να μας τρομάζει η ομορφιά.Ο Φραγκενστάιν έγινε πόστερ και στολίζει το δωμάτιο ενός όμορφου αγοριού.Από την ώρα που ο Φραγκενστάιν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου ο κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδενισή του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά που συνήθισε να φοβάται.''

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

ΤΟ ΨΑΡΙ ΒΡΟΜΑΕΙ ,ΟΝΤΩΣ, ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ. ΤΗΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΟΜΩΣ ΤΗΝ ΔΙΝΕΙ Η ΟΥΡΑ.

ΟΙ ΑΥΡΙΟ


Πατρίδα : τα λόγια που κρυφτήκανε, για να βγουν τα άλλα, τα επικά της φθοράς , μηρυκασμοί ανδρών δίχως ρίζες, με όρχεις άνευ σπέρματος, σπορείς δεινών μόνον, άνδρες με τ’ αχαμνά τους ρυτιδωμένα από την έλλειψη κόλπου θερμού, που πιάσανε και παίζανε μια με τα λόγια μια με το πουλί τους, με τα χώματα αυτά και να το’97, το ’22, το’ 36, το ’46, το ’67 , η εικοστή Ιουλίου του χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα.
Άντρες αναιδείς, του πεπρωμένου κλέφτες.
Και οι άλλοι, όλοι οι άλλοι, που φτιάχνανε πατρίδες εδώ και έναν αιώνα και κάψανε τη χαρά στις μάνες και στις αδελφές.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς;
Κανείς να μην πιστεύει πια κανέναν!
Να τους κοιτάτε στα μάτια.
Νεογέννητα κοιτάχτε τους γονείς σας στα μάτια .
Έφηβοι , βαθειά μέσα εκεί τους δασκάλους σας.
Μη δίνετε τίποτα σε κανέναν.
Δείτε αν κατοικεί κάπου, αν έχει σπίτι, αν έχει γλώσσα, καρίνα και έρμα το σκαρί του.
Πετσοκόφτε τους.
Αλλάξτε τους δέρμα.
Κανέναν να μην εμπιστευθείτε.
Κανέναν μεγάλο.
Αφανήστε τους.
Κοιτάξτε αλλού.
Φτιάξτε γλώσσα.
Κατακτήστε την.
Μοίρα δεν υπάρχει όταν σκοτώνεις το φόβο.
Περπατήστε την πλήξη σας, την απόγνωσή σας, την απελπισία σας.
Σωπάστε και αφήστε τους να πνιγούν με το ίδιο τους πηχτό αίμα.
Μη τους τροφοδοτείτε άλλο.
Ούτε καν με το θυμό σας.
Νεκρώστε τους.
Βρείτε πατρίδα.
Εκεί που η μνήμη τελειώνει και αύριο δεν υπάρχει.
Έξω από το χρόνο και μέσα στην οδύνη.

Επιστρέφω ξανά και ξανά στην κατοικία μου.
Γράφω ποιήματα.
Φυσάει βοριάς.
Δυναμώνει το πυρ.
Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι επιταγχύνεται η πυρπόληση των ιδεολογιών , αυτών των σεληνιακών κυρίων της σήψης;
Τελειώνουν οι τέχνες όπως τις ξέρατε.
Χάνονται είδη από καιρό νεκρωμένα, συλλαβές παγετώνων.
Αναδύονται κατά κύματα ωκεανοί γαλαξιών.
Νεογνά φωσφορίζοντα , νήπια ποιητές, από γονείς ποιητές , συγγράφουν σε έπη βαθυγάλαζα, με μια ματιά , με ένα νεύμα το πεπρωμένο μας.
Η ιστορία δεν ήτανε για μας.

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

...2008, εις μνήμην


Mαργαρίτα Καραπάνου : Μαμά

Δεν είναι εύκολο να ζεις κάτω από μια βελανιδιά. Δεν αναπτύσεσαι.
Η σκιά είναι βαριά. Το βιβλίο της Μ.Κ. θα μπορούσε να τιτλοφορείται ΄΄Η Σκιά ΄΄. Η Μ.Κ. είναι κόρη της Λυμπεράκη, συγγραφέως επίσης.
Σε όλο το έργο φαίνεται η αγωνία της υπέρβασής της. Μια σχέση αγάπης –μίσους.Μια προσπάθεια της κόρης να μην είναι πια κόρη, η συγκεκριμένη κόρη , της συγκεκριμένης μητέρας. Να γίνει γυναίκα, να ξεπεράσει τη γυναίκα –μάνα – συγγραφέα, να μη της μοιάζει πια, να γίνει ο εαυτός της. Δεν θρηνεί εκείνη που έφυγε- έφυγε;-αλλά την γυναίκα που δεν είναι.
Παχαίνει η κόρη, θλίβεται, καταθλίβεται, οδεύει σε θεραπείες. Χάνει άντρες,τους πέρνει συνέχεια η ΄΄άλλη΄΄ ( φαντασιακά ή και πραγματικά), μάχεται με το θεριό.
Το βιβλίο είναι μια μαρτυρία- μαρτύριο;- διαδικασία απολύτρωσης από το βάρος της μνήμης της μάνας, που ήταν εκεί και δεν ήταν, ήταν εκεί με τη γραφή της αλλά όχι με το σώμα της, ήτανε μια΄΄νεκρή μητέρα΄΄.Η κόρη προσπαθεί ν΄αποτυνάξει ένα ζυγό αλλά εις μάτην : γίνεται κι αυτή συγγραφέας.
Μνησαικακία; Η εκδίκηση του΄΄ καλού΄΄;Και η κόρη θάβεται, έχει εφιάλτες, χάνει τον ύπνο της. Η σύγκρουση , η αντιπαράθεση δεν έρχεται ποτέ. Δεν γίνεται εν ζωή.Γίνεται μέσω της γλώσσας (γλώσσα-μητέρα Επικοινωνούν οι δυο γυναίκες με τη γλώσσα-γραφή, αλλά είναι βουβές, ανέγκιχτες, απόμακρες ως σώματα. Εκλιπαρεί η κόρη το σώμα θερμό, ζεστό, άμεσο.Αντ΄αυτού υπάρχει η΄΄ ζέστη΄΄ της γραφής.Δεν αρκεί για την κόρη όμως. Πεθαίνει η μάνα, φεύγει και η κόρη γράφει, γράφει και της κάνει το μνημόσυνο, έξω από το χρόνο, έξω από τη σάρκα, από αλλού. Και το εκδίδει.Τη μνημονεύει και μνημονεύεται.
Την ΄΄σκοτώνει΄΄ εξ αποστάσεως.Δηλώνει ότι καταφάσκει στη θηλυκότητα και τον κόσμο, ότι δεν έχει πια εφιάλτες, και ΄΄ότι η νύχτα με τύλιξε σα δέρμα ΄΄, πιο δέρμα , πια νύχτα. Τελειώνει με το ΄΄Ήμουν καλᨴΤο θέμα είναι αν η συγγραφέας είναι καλά σε ενεστώτα χρόνο. Που σημαίνει εγκαταλείπω την ταύτιση με τη μάνα μου- εγκαταλείπω θαρραλέα τη συγγραφή. Επανέρχομαι σε μένα . Γυναίκα πλέον που ΄΄στην πόλη , κάθομαι στο καφενείο κοιτάζω τον κόσμο.Λατρεύω τα ρούχα, τα ύφη, το άναμμα ενός τσιγάρου. Ένα απλανές βλέμμα. Έχω να κοιτάξω έτσι τους ανθρώπους από μικρή. Δεν φοβάμαι πια’’


Το κείμενο το έγραψα στις 8-12-2004, μετά την ανάγνωση του βιβλίου της ‘Μαμά’.

13.12.1943 ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ