Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

...2008, εις μνήμην


Mαργαρίτα Καραπάνου : Μαμά

Δεν είναι εύκολο να ζεις κάτω από μια βελανιδιά. Δεν αναπτύσεσαι.
Η σκιά είναι βαριά. Το βιβλίο της Μ.Κ. θα μπορούσε να τιτλοφορείται ΄΄Η Σκιά ΄΄. Η Μ.Κ. είναι κόρη της Λυμπεράκη, συγγραφέως επίσης.
Σε όλο το έργο φαίνεται η αγωνία της υπέρβασής της. Μια σχέση αγάπης –μίσους.Μια προσπάθεια της κόρης να μην είναι πια κόρη, η συγκεκριμένη κόρη , της συγκεκριμένης μητέρας. Να γίνει γυναίκα, να ξεπεράσει τη γυναίκα –μάνα – συγγραφέα, να μη της μοιάζει πια, να γίνει ο εαυτός της. Δεν θρηνεί εκείνη που έφυγε- έφυγε;-αλλά την γυναίκα που δεν είναι.
Παχαίνει η κόρη, θλίβεται, καταθλίβεται, οδεύει σε θεραπείες. Χάνει άντρες,τους πέρνει συνέχεια η ΄΄άλλη΄΄ ( φαντασιακά ή και πραγματικά), μάχεται με το θεριό.
Το βιβλίο είναι μια μαρτυρία- μαρτύριο;- διαδικασία απολύτρωσης από το βάρος της μνήμης της μάνας, που ήταν εκεί και δεν ήταν, ήταν εκεί με τη γραφή της αλλά όχι με το σώμα της, ήτανε μια΄΄νεκρή μητέρα΄΄.Η κόρη προσπαθεί ν΄αποτυνάξει ένα ζυγό αλλά εις μάτην : γίνεται κι αυτή συγγραφέας.
Μνησαικακία; Η εκδίκηση του΄΄ καλού΄΄;Και η κόρη θάβεται, έχει εφιάλτες, χάνει τον ύπνο της. Η σύγκρουση , η αντιπαράθεση δεν έρχεται ποτέ. Δεν γίνεται εν ζωή.Γίνεται μέσω της γλώσσας (γλώσσα-μητέρα Επικοινωνούν οι δυο γυναίκες με τη γλώσσα-γραφή, αλλά είναι βουβές, ανέγκιχτες, απόμακρες ως σώματα. Εκλιπαρεί η κόρη το σώμα θερμό, ζεστό, άμεσο.Αντ΄αυτού υπάρχει η΄΄ ζέστη΄΄ της γραφής.Δεν αρκεί για την κόρη όμως. Πεθαίνει η μάνα, φεύγει και η κόρη γράφει, γράφει και της κάνει το μνημόσυνο, έξω από το χρόνο, έξω από τη σάρκα, από αλλού. Και το εκδίδει.Τη μνημονεύει και μνημονεύεται.
Την ΄΄σκοτώνει΄΄ εξ αποστάσεως.Δηλώνει ότι καταφάσκει στη θηλυκότητα και τον κόσμο, ότι δεν έχει πια εφιάλτες, και ΄΄ότι η νύχτα με τύλιξε σα δέρμα ΄΄, πιο δέρμα , πια νύχτα. Τελειώνει με το ΄΄Ήμουν καλᨴΤο θέμα είναι αν η συγγραφέας είναι καλά σε ενεστώτα χρόνο. Που σημαίνει εγκαταλείπω την ταύτιση με τη μάνα μου- εγκαταλείπω θαρραλέα τη συγγραφή. Επανέρχομαι σε μένα . Γυναίκα πλέον που ΄΄στην πόλη , κάθομαι στο καφενείο κοιτάζω τον κόσμο.Λατρεύω τα ρούχα, τα ύφη, το άναμμα ενός τσιγάρου. Ένα απλανές βλέμμα. Έχω να κοιτάξω έτσι τους ανθρώπους από μικρή. Δεν φοβάμαι πια’’


Το κείμενο το έγραψα στις 8-12-2004, μετά την ανάγνωση του βιβλίου της ‘Μαμά’.

Δεν υπάρχουν σχόλια: