Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΗΤΑΝ;


Αύγουστος ήταν;

Του Ιωάννη Ψάρρα
Εφτά χρονώ.
Παγωμένο το κορμί.
Σα και τώρα.
Κουλουριασμένο απάν’ στο καλντερίμι.

- Τσέτες, τσέτες, γυναικείες φωνές με γρέζι.
Ποδοβολητά δίπλα, δίπλα μου.
Άλογα με πικρή ανάσα.
Η καρδιά μου μονάχη.
- Γιαγκίν’ , η τελευταία λέξη.
Μ’ άρπαξε με το δεξί του χέρι, με σήκωσε ψηλά, μια με κοίταξε το άλογο, μια εκείνος.
Αλαφιασμένοι κι οι δυό.
Ιδρώτας και χώμα.
Με πέταξε με δύναμη πάνω στο λαιμό, από εδώ το κεφάλι μ’ , απ’ εκεί τα πόδια μ’.
Χαίτη υγρή, φοβισμένη.
Έβλεπα μόνο τα μπροστινά ,τη γωνία που κάνανε τα γόνατα, που μια μεγάλωνε, μια μίκραινε .
Το κορμί μ’ άρχισε να ζεσταίνεται από την επαφή με το σώμα του ζώου.
Είδα το σπίτ’ μας το δίπατο, το χαγιάτ’ ,το μεντέρ’ , τη σκάλα μας.
Είδα θάλασσα.
Κόκκινη.
Οπλές ακούνητες.
Δυό χέρια αντρίκια με κατεβάσανε από το λαιμό.
Με σήκωσαν ψηλά.
Τα είδα αυτά τα μάτια να με κοιτούν.
Γαλάζια.
Δακρυσμένα ήταν ή από τον ιδρώτα;
Κάτι είπε όπως με τηρούσε και με ορμή με πέταξε στο νερό.
Ξέραμε από κολύμπ’ εμείς.
Το σπίτ’ μας –όπως έρχεσαι από τον κάβο –είναι το αριστερά ,το προτελευταίο στην προκυμαία.
Τριάντα Αυγούστου το 1915 γεννήθκα.
Με φεγγάρ’ ολόγιομο, όπως μούλεγε η μάναμ’, να βγαίν’ απάν’ απ’ το βουνό μας.
Τυχερό.
Το κορμί μου ξαναπάγωσε.
Όπως και τώρα.
Μεγάλωσα στον Πειραιά.
Στα καρβουνιάρικα.
Μόνος.
Δεν είδα ποτέ κανέναν απ’ τους δικούς μου.
Δεν άκουσα ποτέ τίποτα γι αυτούς.
Μόνο ποδοβολητά άκουγα σε όλο μου το βίο και Γιαγκίν’.
Είχα ένα καροτσάκ’ και κουβαλούσα κάρβουνα στις μαούνες και μια κάμαρα
στην Κρεββατά , χαμηλά, για να μένω.
Τα είδα όλα.
Και τη μιζέρια και τη φτώχεια και το ’36 και το ’40 και την κατοχή, τον εμφύλιο , τα Δεκεμβριανά, αποστασίες, βασιλιάδες, χούντες, Κυπριακά, μεταπολιτεύσεις , είδα και το γκρέμισμα στα καρβουνιάρικα.
Tι καμάρες χαθήκανε , τι δίπατα, τι αυλές ,τι...
Μου θέλανε οι εφοπλιστές να κάνουνε Λονδίνο τη Ξαβερίου , το γκουντ μπάι και τον Αη Νικόλα.
Τρομάρα τους!
Γίνεται μπρε η πίκρα λόμπυ;
Έχει μείνει εκεί καταμεσίς ένας φοίνικας.
Αν πάτε καμμιά φορά θα τον δείτε , είναι ακριβώς όπως τελειώνει η Κανάρη.
Άφησα την τελευταία μου πνοή στις τριάντα Αυγούστου του 2002.
Η καρδιά μ’, στον ύπνο μ’.
Είδα πάλι αυτά τα μάτια.
Απάντησα αμέσως στην ερώτηση που με βασάνιζε μια ζωή.
Δακρυσμένα ήταν.
Απομακρυνόμουν σιγά-σιγά.
Με ξαναείδα.
Κουλουριαμένο το κορμάκι μ’ στο σοκάκ’.
Τα είδα όλα ξανά.
Με θάψανε , πίσω –πίσω , στο ντουβάρ’, στο Τρίτο της Νίκαιας.
Σ’ αυτά τα μνήματα μας πάνε εμάς από ‘κεί.
Έζησα   ογδόντα επτά χρόνια.
Πάτησα σε δυό αιώνες.
Με πείσμα, όλο αυτό τον καιρό, δεν άφησα το κορμί μ’ να ξαναπαγώσ’.
Κουβαλούσα, κουβαλούσα τα κάρβουνα, ίδρωνα, ίδρωνα πολύ, έτσι χαμάλ’ς  μια ζωή , αλλά δε, δεν ξαναπάγωσα.
Τώρα μόνο, που με κατεβάζουνε στο χώμα.
Ίδιο το ριμάδ’ με τότε.
Το μάρμαρο είναι ζεστό μπροστά σ’αυτό.
Τους βλέπω .
Οι τρεις μου οι φίλοι .
Ο Στρατής.
Ο Παντελής.
Ο Αργύρης.
Αυτοί ήτανε η οικογένειά μου.
Αμίλητοι  να γροικάει ο ένας τον άλλον , να με θυμούνται .
Να πίνουνε για μένα.
Το καφεδάκι τους.
Καφέ τούρκικο.
Καφέ Ελληνικό.

Πικρός καφές.

Πως ζει ο πιο κανένας;

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ


Πάντοτε του έκανε εντύπωση 
πως ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης 
είχε βάλει στο διαβατήριό του 
αρχές μάλιστα του 20ου αιώνα 
 στη θέση επάγγελμα το:
 ποιητής.

ΛΕΥΚΩΣΙΑ


ΛΕΥΚΩΣΙΑ
ή
Το μνημείο των οστών
Έρχεται κάποτε η στιγμή
Χτίζονται πάλι τα παλιά γιοφύρια
Μαθαίνει ο ένας τη γλώσσα του άλλου
Θυμάσαι
Γκρεμίσματα μόνον
Μαζεύεις τα οστά
Είναι όλα δικά μας
Φτιάνεις ένα μνημείο
Το μνημείο των οστών
Βάνεις ονόματα:
Μηριαίον: Κυριάκος
Γόνυ: Αχμέτ
Περόνη: Βασιλικούλα
Κνήμη: Αισέ
Αγνοημένοι όλοι του μίσους
Λες ότι δεν μπορείς να ζήσεις πια δίχως το φόβο
Σου προσφέρεται ένα νησί
Θες να επιστρέψεις στο κενό
Στη βουή της Λήδρας ή
Στα άσκοπα βήματα στο Sokak
Μπορεί να μην προλάβεις την ίασιν
Στη βάση του μνημείου θα εναποθέσουμε
Με ευλάβεια και σεβασμό
Τις άδειες οπές των οφθαλμών σου
Που είδαν πολλά κι αγρίεψαν.

Η στιγμή ήρθε:
Η Λευκωσία είναι Λευκωσία.

Η τελευταία των πόλεων που αγαπήθηκε.




Ιωάννης Ψάρρας
Λευκωσία, Παλιά Πόλη,
2-Ιουλίου -2005