Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2007

ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ,13/12/1943



Η ΜΑΜΗ

Το απέναντι σπίτι καιγότανε.
Έπρεπε να βγεί.
Η μαμή πήρε την κουτάλα.
Ακουστήκανε βήματα, άγριες φωνές ξένες, ουρλιαχτά, ένας πυροβολισμός.
Το τράβηξε.
Στο πρόσωπό του είχε μάσκα.
Τυχερό, είπε, τυχερό και το έκανε ένα κύκλο να το δουν κι οι άλλες, δυο –τρεις γυναίκες μαυροντυμένες με μαντήλες, που παραστεκότανε στη λεχώνα .
Μια τηρούσε το σώμα της, μια το παιδί , μια τις άλλες.
Το έβαλε μες το σκαφίδι.
Έκανε συσπάσεις, η μεμβράνη ζάρωνε , το αγρίευε.
Τσίριζε.
Θε μου τι άσκημο.
Δεν ήταν από το νερό , το είχε δοκιμάσει, χλιαρό , χλιαρό , ότι πρέπει, την έκανε χρόνια αυτή τη δουλειά, να δεις που θα σκιάχτηκε μες τη κοιλιά κιόλας, να δεις που φοβήθηκε κι απ’ το φόβο της μάνας, από βραδύς φαινότανε το κακό, δε θέλ’ πολύ να μακελέψ’ ο άνθρωπος, λύκος γίνεται κι αρπάζ’ όποιον βρεί μπροστά τ’.
Την αφαίρεσε με προσοχή, από κάτω προς τα πάνω, ήξερε , της το ’χαν μάθει οι δυο αδελφές οι μαμές απ’ το Πλανήτερο, όταν κοπελίτσα την παίρνανε μαζί στις γέννες.
Άμα το δεις να βγαίν’ με το δέρμα τ’ στο πρόσωπο , να μη σκιαχτείς, να το πάρ’ς και να του το βγάλ’ς από κάτ’ προς τα πάν’, την είχαν ορμηνέψει, γιατί ανάποδα θα το χαλάσεις.
Όμορφο, όμορφο , είπε με χαρά , βασιλοπούλα.
Η μάνα, πια , μ’ ανοιχτά τα πόδια, κουρασμένη από την προσπάθεια και τον πόνο, βαριανάσαινε.
Το μωρό σταμάτησε να κλαίει.
Το πήρε από το σκαφίδι και με αργές, τρυφερές κινήσεις το σκούπισε με μια πατσέτα λευκή με κάτι γράμματα Α. Ζ., στη μπορντούρα.
Το πήγε στο ντιβάνι δεξιά.
Άρχισε να το φασκιώνει, με κάτι πανιά.
Τάδεσε με μια παραμάνα.
Του φόρεσε κι ένα ροζ μάλλινο φανελάκι και μαλακά ακούμπησε το κεφαλάκι του στο κεντητό μαξιλάρι με τα τριαντάφυλλα.
Βάλτου κι αυτό , είπε μια θεια και με το δεξί της χέρι, χέρι σκληρό , απ’ τα πλυσίματα στη γούρνα κι απ’ τα σκαψίματα στα χωράφια, και της έδωσε ένα φυλαχτό με σταυρουδάκι.


Το πέρασε ψηλά πάνω από την καρδιά.
Σήκωσε το βλέμμα, το καντήλι στα εικονίσματα έκαιγε ακόμα, άπλωσε το χέρι της πήρε μια εικόνα, του Αγίου Στυλιανού ήτανε, προστάτης των νηπίων, την κράτησε ευλαβικά κάτω από τη μασχάλη της και πήγε προς το καφέ σκούρο σκρίνιο με το ραγισμένο καθρέφτη .
Πήρε το κοντύλι, που είχε αφήσει πάνω στο μάρμαρό του, γύρισε τον Άγιο και από πίσω έγραψε πάνω στο ξύλο: Καλάβρυτα 13Η Δεκεμβρίου 1943, με κάτι ωραία στρογγυλά γράμματα που τις τα ’χε μάθει εκείνος ο δάσκαλος στην πρώτη τάξη του δημοτικού, που επέμενε τόσο πολύ στην καλλιγραφία λες και δεν υπήρχε άλλο μάθημα.
‘Μια φορά μάλιστα-τι σου είναι ο άνθρωπος, πως μου ’ρθε τώρα;- είχα αποφασίσει μια ολόκληρη βδομάδα να αφιερωθώ μόνο σ’ αυτή.
Τα έχω ακόμα εκείνα τα τετράδια με τις διπλές γραμμές.’
Γύρισε στον καθρέφτη.
Το ράγισμά του περνούσε απ’ το δεξί της μάτι, το φως της λάμπας με το γυαλί της μαυρισμένο, έριχνε ένα γκρίζο αχνό χρώμα.
Ήτανε ιδρωμένη, τα μάγουλά της είχαν μπεί μέσα κάνοντας πιο βαθιές τις πλαινές ρυτίδες.
Το τσουλούφι της είχε ασπρίσει τον τελευταίο χρόνο και τα μακριά της στιλπνά κορακίσια μαλλιά, άρχιζαν σιγά-σιγά να χάνουν τη λάμψη τους. ‘Τι περιμέν’ς’, είπε μέσα από τα δόντια της κάνοντας μια γρήγορη κίνηση αποστροφής και γυρνώντας προς το κρεβάτι άφησε την εικόνα δίπλα στο μωρό.
Φίλησε μια το εικόνισμα και μια εκείνο.

Πήγε προς το παραθύρι.
Άνοιξε το κουρτινάκι, δαντέλα ήτανε, η λεχώνα την είχε κάνει στις ώρες της εγκυμοσύνης, πρόσεξε, όπως τόστριβε, ότι κάτω αριστερά, ένας κόμπος από το νήμα είχε λυθεί.
Ξημέρωνε αργά.
Τη ματιά της την πήρε το φως.
Το σπίτι απέναντι είχε λαμπαδιάσει.
Οι Γερμανοί αγριεμένοι αρπάζανε τους άντρες, τους άντρες τους.
Έβαλε το χέρι στο μάγουλο, Παναγιά μου είπε και γύρισε στις άλλες. Τους παίρνουνε , τους παίρνουνε.
Τρέξανε όλες προς το παράθυρο, καρφώσανε τα πρόσωπά τους, τους γνώριζαν έναν –έναν.
Να κι ο δικός της και της αλληνής ο γιος κι ο πατέρας του μωρού.
Αρχίσανε να κλαίνε.
Βουβά.
Κάτσανε κάτω γύρω απ’ το μαγκάλι, στη φλοκάτη, μια κόκκινη παχιά που την είχε πλέξει η σχωρεμένη, της μάνας η μάνα.

Κοιταχτήκανε.
Μ’ εκείνο τον φόβο του φόβου στα μάτια.
Άρχισε η μια να σκίζει τη φούστα της, η άλλη να χτυπάει με τις γροθιές το στήθος της, να βγάζει τη μαντίλα και να την πετάει στα κάρβουνα.
Γύρισε, περιεργάστηκε το πάπλωμα, κόκκινο στιλπνό, βαρύ από το πολύ μπαμπάκι, το βλέμμα της συνάντησε το δικό της όπως ανασηκώνονταν για ν’ ακουμπήσει την πλάτη της στο τοίχο, βλέμμα τρομαγμένο, αλαφιασμένο.
Από προχτές είχε να τη δει έτσι, μ’ αυτό το βλέμμα, από τότε που την πιάσανε οι πόνοι.
Έξω από το σπίτι ακούγονταν οι φωνές οι ξένες, τα ποδοβολητά.
Η λάμπα τρεμόσβησε για λίγο.
Ανοιγοκλείσανε και των δύο τα τσίνορα, σα να συμφωνούσανε, σα να ξέρανε, σα να είχαν όλα τελειώσει ή ν’ αρχίζανε.

Το μωρό, πιο κει, ήσυχο, με τα μεγάλα του τα μάτια, θωρούσε ψηλά στο ταβάνι τα δοκάρια.

Σα να τα μέτραγε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: