Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2007

ΒΟΥΤΗΧΤΑΔΕΣ



Μπορεί και να σου πάρει δέκα –είκοσι χρόνια, μια ζωή.
Όλες τις ζωές.
Δε θες,να μη θες να γράψεις γι αυτό που βλέπεις.
Δε θες να γράψεις.
Γι αυτό που ήσουνα , που όλη η γενιά , η αντρική ,αιώνες τώρα ήτανε.
Βουτηχτάδες.
Δηλαδή θλιμμένοι.
Δε σου άρεσε ποτέ η λέξη δύτης.
Πολύ εκλεπτυσμένη για τον πόνο.
Απέναντι η Σύρος.
Φυσάει μέρες τώρα, δε μπορείς να σταθείς.
Φτιάχνουνε το λιμάνι της Τήνου.
Κάνουν μια προέκταση στη βόρειο- δυτική του μεριά.
Ξέρεις ότι είναι λάθος επιλογή.
Ο γερανός δουλεύει, η μπίγα κουβαλάει τις πέτρες, θα μπορούσε νάσουνε εκεί δίπλα στο κλαπέ ,μες το νερό, να κοιτάς που θα πάει η λάσπη, να δίνεις οδηγίες,να φοβάσαι και να μη το δείχνεις,τώρα θα σπάσει το συρματόσκοινο, θα ρίξει καμμιά μεγάλη και που να την κουβαλάς, πως να την αλφαδειάσεις στα δέκα μέτρα βάθος κι αυτή η κουτάλα από πάνω σου περνάει δίπλα ,ξυστά με το νερό να τρέχει μαύρο απ’ τις δαγκάνες της κι αν ανοίξει ακριβώς εκεί , εκεί που είσαι εσύ , που δίνεις οδηγίες,αν κατά λάθος ή επίτηδες, μαλώσατε πριν μια βδομάδα με τον οδηγό του γερανού, αν αφήσει το μοχλό με τη μαύρη μπίλια , αν ξαφνικά το θυμηθεί κι αγριέψει και λασκάρει η παλάμη του, ξέρεις πως είναι αυτά, δε γίνονται στην ώρα τους , γι αυτό τάχεις καλά με όλους, γι αυτό δε μιλάς, κι αν κοπεί ο αέρας, κι αν , κι αν θυμηθείς όλους τους δικούς , όλους τους άντρες της γενιάς σου που πνιγήκανε, που τους ‘χτύπσε η μηχανή’ ή και που όχι, σαλοί να πορπατάνε στο χωριό και να κοιτούν τη θάλασσα ;
Πέρνω τη μηχανή.
Τραβάω το πλάνο με τη μπίγα , τα σπίτια, τα σπασμένα βράχια , τα κύματα.
Λέω , σκέφτομαι, αν ποτέ εκδοθεί αυτό ο διήγημα να βάλω δίπλα αυτή τη φωτογραφία.
Γιατί ,σκέφτομαι , λέω ,τι άλλο μπορεί να είναι ένα διήγημα παρά η πιστοποίηση, η διατήρηση της αλήθειας μέσα στη λεπτομέρεια.
Ή, και το άλλο.
Δε ξέρω, δε ξέρω πια, ποιο είναι πιο επικίνδυνο.
Το βούτημα ή το γράψιμο;

Δεν υπάρχουν σχόλια: